Τα κείμενα αυτά (διστάζω να τα χαρακτηρίσω ποιήματα) τα έγραψα αρχικά με σκοπό να τους βάλω μουσική. Δεν τα κατάφερα, τουλάχιστον όχι ακόμα, αλλά μου έμειναν τα λόγια. Και τα λόγια αυτά μιλούν, εκτός των άλλων, για διάφορες όψεις και εκδηλώσεις των παιχνιδιών του μυαλού, οι οποίες ίσως να είναι γνώριμες σε ορισμένους από τους αναγνώστες· αποπροσωποποίηση, αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, αλλοιωμένη αντίληψη της πραγματικότητας κ.ο.κ. Πάντα μου άρεσε να γράφω για εφιάλτες και για ανθρώπους στους οποίους οι εφιάλτες αυτοί, μεταφορικοί ή κυριολεκτικοί, έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια. Αλλά σκέφτομαι, παρ’ όλα αυτά, θα ήθελαν να είναι άλλοι; Θα ήθελαν να είναι αλλιώς; Θα ήθελα εγώ ο ίδιος να είμαι κάποιος άλλος, ενδεχομένως κάποιος που η ζωή να του είναι πιο εύκολη;
Δεν ξέρω την απάντηση· πιθανότατα εξαρτάται από τη διάθεσή μου την εκάστοτε στιγμή. Σε κάθε περίπτωση όμως, είμαστε αυτοί που είμαστε. Ας προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, να αγαπήσουμε τους εφιάλτες μας – και, μαζί με αυτό, να αγαπήσουμε και όσους ζουν τον δικό τους εφιάλτη.
Ίσως τότε το αναθεματισμένο πουλί να σταματήσει να κρώζει πάνω απ’ το κεφάλι μας.
Καρδιά από αμμωνία
Αποφορά αμμωνίας χάπια σκορπισμένα,
δεινά ανείπωτα, γυαλιά σπασμένα.
Ποτέ δεν θα μπορούσε η ακριβή της αγάπη να είναι τίποτε άλλο.
Σπίρτο αψύ για ποτό κι απατηλό χρυσάφι
για στοιχειά κατάκοπα που φορτώνονται τα λάθη.
Απ’ του γραφείου της το παράθυρο,
μισότυφλη απ’ τις ξυραφιές του ήλιου,
έβλεπε κείνον τον λιανό, γερμένο γέρο.
Κάθε μεσημέρι, δύο η ώρα πάνω κάτω,
διέσχιζε τη λεωφόρο
σέρνοντας τα πρησμένα πόδια του στην πυρωμένη άσφαλτο.
Έκανε σήμα στ’ αυτοκίνητα με τ’ ατροφικά του χέρια,
έσφιγγε το μπαστούνι του στ’ ατροφικά του δάχτυλα
και το χτυπούσε ρυθμικά πάνω σε γη καμένη,
τακ τακ, σαν μετρονόμο.
Βλέμμα θολό από το φλογισμένο φως.
Μισόκλειστα τα βλέφαρα, γέρνει στο πλάι μια στάλα,
γυρεύοντας να δει καλύτερα πώς θα πεθάνει ο άνθρωπος αυτός,
που σερνόταν σαν τη χελώνα μπρος σ’ αφηνιασμένα βουβάλια.
Ίσως σήμερα, ίσως αύριο.
Πώς να ξέρει;
Ζάρωνε μόνο, κοίταζε, περίμενε.
Έτσι δεν θα κάναμε όλοι;
Θέλει έναν θάνατο για να φωτίσουν τούτες οι καρδιές,
να λάμψουν στο καβούκι τους, καρδιές αμμωνιακές.
Λένε πως οι παλιοί θαλασσόλυκοι δεν πνίγονται ποτέ.
Λένε πως οσμίζονται την καταιγίδα σαν σκυλιά.
Κι έτσι περίμενε κι εκείνη.
Αργά τη νύχτα, ξύπνια ακόμα, με μάτια πάντα διάπλατα και κατακόκκινα,
σαν παράθυρα ανοιχτά στην αμμοθύελλα αφημένα,
στ’ αυτιά της ν’ αντηχούν κλαψουρίσματα σκυλιών δαρμένων
και κραυγές γυναικών κακοποιημένων
–ήχοι ανήκουστα φρικτοί, που στα σκοτεινά θεριεύουνε, στο φως της μέρας σβήνουν–,
κι από ένα τρεμάμενο ποτήρι κρασί να στάζει στο χαλί,
έγδερνε τα μάγουλά της με τα γαμψά της νύχια,
βύθιζε τα γαμψά γατίσια νύχια της στο κρέας της παλάμης.
Έτσι κι αλλιώς, ως το πρωί οι χαρακιές θα φεύγαν.
Η καινούργια μέρα θα έσβηνε τα σημάδια,
θ’ άφηνε πίσω της μονάχα ένα τσίμπημα στη σάρκα.
Αυτό το τσίμπημα που δεν μας αφήνει να ξεχνάμε.
Για χάρη της ζωγράφισε κάποτε μια καρδιά στο χιόνι.
Το δικό του όνομα ψιθύρισε κάποτε στον νυχτερινό ουρανό.
Μα το χιόνι λιώνει, τα λόγια φεύγουν
και δεν θ’ ακουστούν ποτέ ξανά.
Τώρα μένει μόνο εκείνη η αψιά μυρωδιά.
Μ’ ένα τσιγάρο δεν καίγεται η καρδιά, κι ας το ’χεις προσπαθήσει,
κι έχωσες τα νύχια σου στο στήθος σου βαθιά.
Μα την άλλη μέρα κιόλας έγιανε η κομματιασμένη σου καρδιά.
Γάτα να ’σουν μοναχά, με μόνο εφτά ζωές να ζήσεις.