Στο «Δαφνί», όπως μπαίνεις λίγο δεξιά, υπάρχουν τρία στη σειρά ακίνητα που είναι διαφορετικά απ’ τ’ άλλα. Δεν είναι φτιαγμένα από μπετόν ή τούβλα. Τα αποκαλούσαν προκάτ -τσίγκος πλαστικοποιημένος- χωρίς επεξηγήσεις. Κάθε φορά που έκανα τη βόλτα μου και περνούσα από μπροστά, μου φαίνονταν έρημα. Τα παράθυρα με τα κάγκελα μπροστά ερμητικά κλειστά. Ούτε ήχος έβγαινε ποτέ από ‘κει μέσα. Ή αχρησιμοποίητα είναι ή εγκαταλειμμένα σκεφτόμουνα.
Κάθε μέρα πολεμούσα με βαριά ψυχοφάρμακα που μου χορηγούσαν για να σταθώ όρθια στα πόδια μου. Έλεγα από μέσα μου πως θα φύγω κάποια στιγμή κι όλα θα τελειώσουν εδώ. Ένας φίλος μου είχε έρθει να μ’ επισκεφθεί ενώ μου είχαν απαγορεύσει την έξοδο από το κτίριο τις πρώτες δέκα ημέρες. Μου έδωσε τον καφέ μέσα από τα κάγκελα της εξώπορτας του κτιρίου όπου ήμουν έγκλειστη και φρίκαρε με αυτή την κίνηση. Η αίσθηση ότι επισκεπτόταν κάποιον έγκλειστο, φυλακισμένο, του προκάλεσε απέχθεια την οποία είδα να διαγράφεται στο πρόσωπο του. Ντράπηκα, σα να έφταιγα εγώ για αυτό.
Το μόνο που με βοηθούσε να «φεύγω» λίγο από εκεί ήταν το τσιγάρο. Κυρίως το άναμμα. Μια σπίθα ελπίδας και απελπισίας μαζί. Αυτοπαρηγοριά. Μέσα σε πολλούς ασθενείς που είχα γνωρίσει εκεί μέσα (όλοι καλοί άνθρωποι) ήταν και ένα παιδί, γύρω στα σαράντα υπολόγιζα, ο Στέλιος. Κρητικός και πολύ χαρούμενος πάντα. Δούλευε στη «ΧΑΡΑ», ένα τεράστιο κυλικείο που παλιά εκτελούσε χρέη θεάτρου. Τώρα το έχουν κλείσει, μαζί με ένα άλλο πιο κάτω. Πρόσφατα που επισκέφτηκα το Δαφνί, εκτός από ένα μικροσκοπικό μίνι μάρκετ δεν υπήρχε τίποτα άλλο για τους ασθενείς. Κάποιες καρέκλες ατάκτως ερριμμένες, μισοσπασμένες οι μισές και πάνω «άδεια» πρόσωπα. Άδεια και εγκαταλειμμένα -όπως τα προκάτ- να κάθονται εκεί ακριβώς που τους έχουν αφήσει σκέφτηκα.
Ο Στέλιος λοιπόν, που δούλευε στη «ΧΑΡΑ» κι ήταν και «τρόφιμος» απ’ ό,τι κατάλαβα στο 5ο Δαφνίου, γιατί ήταν πάνω από έξι μήνες εκεί ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο χρονικό όριο παραμονής ήταν και είναι έξι μήνες, εκτός αν είσαι ποινικός ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ήταν χαρούμενος γιατί κάτι περίμενε. Ένα διαμέρισμα να ξενοικιαστεί απ’ ό,τι μου ’λεγε, για να μπορέσει με το μισθό του από τη «ΧΑΡΑ» και το επίδομα πρόνοιας που θα του έβγαινε να το νοικιάσει μαζί με δύο φίλους του. Να σημειώσω εδώ ότι ο Στέλιος δεν ήταν ποινικός.
Εκτός απ’ αυτό είχε και τους τρόπους του να «ξεφεύγει». Όπως μου είπε, εκτός απ’ το τσιγάρο κάπνιζε και «μαύρο» που του το προμήθευε κάποιος εκεί μέσα. Με αφορμή τα τσιγάρα τον γνώρισα κιόλας. Ήταν στο διπλανό δωμάτιο από εμένα, ανδρικό δωμάτιο. Ένα πρωί που ξύπνησα στις 6 π.μ. πρώτη απ’ όλους όπως συνήθως, ανακαλύπτω ότι έλειπε το τελευταίο πακέτο με τα λίγα τσιγάρα που είχα μέσα. Φθηνά τσιγάρα που ένας μικροπωλητής ερχόταν γύρω στις 11 το πρωί και μας πουλούσε. Η προοπτική να μείνω χωρίς τσιγάρο μέχρι τις 11πμ μου ήταν αδιανόητη. Έτσι έκανα κάτι που δεν το είχα κάνει ποτέ μου άλλοτε. Τρύπωσα στο διπλανό δωμάτιο και είδα πάνω στο κομοδίνο δίπλα απ’ το κρεβάτι του Στέλιου που κοιμόταν – τον οποίο μέχρι τότε γνώριζα μόνο εξ όψεως – ένα σχεδόν γεμάτο πακέτο τσιγάρα. Πήρα δύο. Θα του το έλεγα το πρωί μόλις ξυπνούσε και γνώριζα ότι δε θα υπήρχε πρόβλημα. Βλέπετε ο Στέλιος δεν ήταν ψυχάκιας. Γύρω στις 9 π.μ. βλέπω απ’ το κρεβάτι μου το Στέλιο να βγαίνει έξαλλος απ’ το δωμάτιο του και να φωνάζει δυνατά: «Όποιος πήρε τα τσιγάρα μου θα τον ξεσκίσω. Τώρα. Ποιος το έκανε». Όλοι είχαν τρομάξει, κατέβαζαν το βλέμμα και απομακρύνονταν για να μη βρεθούν σε πεδίο βολής. Τότε εγώ τον πλησιάζω από αριστερά και πίσω, του χτυπάω το δάκτυλο στον αριστερό ώμο και του λέω: «Εγώ τα πήρα». Γύρισε, με κοίταξε που χαμογελούσα και μου απαντά αναπάντεχα ήρεμα: «Α εσύ κορίτσι μου τότε εντάξει». Του εξήγησα το πρόβλημα και από τότε γίναμε φίλοι και ανέλαβε αυτός να μου φέρνει τσιγάρα.
Μια μέρα μου είπε να πάμε μαζί στα προκάτ για να βρούμε τον Α να πάρω κατευθείαν απ’ αυτόν, και ότι τον είχε χάσει εδώ και μέρες. Έτρεχε βιαστικός μπροστά κι εγώ πίσω του. Φτάνουμε μπροστά στην πόρτα του πρώτου προκάτ. Τη χτυπάει, δεν ακούγεται τίποτα. Ξαναχτυπάει λέγοντας το όνομα του και κάποιος ανοίγει από μέσα. Μόλις μπαίνουμε μέσα, πριν ακόμη δω το οτιδήποτε, μου έρχεται στη μύτη μολυσμένος αέρας χωρίς οξυγόνο. Ο Στέλιος μου λέει έλα, και προωθείται προς τα μέσα και αριστερά, που δεν ήταν στο οπτικό μου πεδίο. Πρόλαβα να δω πριν μου έρθει λιποθυμία ανθρώπους λιπόσαρκους, μισόγυμνους, ξυπόλητους, καμπουριασμένους, με το χαρακτηριστικό τρέμουλο των παρενεργειών από τα φάρμακα και να τους τρέχουν τα σάλια. Στο βάθος μπροστά ένα δωμάτιο με έναν δεμένο να φωνάζει ξέπνοα, τα παράθυρα όλα κλειστά, και μια νοσοκόμα που φορούσε μάσκα, προφανώς για να μην αναπνέει αυτόν τον αέρα (Ήταν 2014, πολύ πριν την πανδημία του 2020.), που με άγριο τόνο με ρώτησε τι δουλειά είχα εκεί μέσα. Εκτός αυτού ήταν πάρα πολλοί εκεί μέσα, μα πάρα πολλοί, και ο χώρος πολύ μικρός.
Ένας ακριβώς μπροστά μου, όρθιος, μισόγυμνος, βρώμικος και ξυπόλητος, έτρωγε μια φρυγανιά και μονολογούσε απελπισμένα και είχες την αίσθηση ότι αυτό το έκανε εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ακατάπαυστα.
Όλ’ αυτά σε ένα λεπτό πριν πάθω ασφυξία κι αρχίσω να χάνω τις αισθήσεις μου. Φωνάζω τον Στέλιο και προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα να βγω, χωρίς να μπορώ. Τη στιγμή που πάω να πέσω κάτω λιποθυμώντας, φτάνει ο Στέλιος με κάποιον άλλον, ανοίγουν. Βγαίνω έξω και μόλις παίρνω την πρώτη καθαρή ανάσα σκέφτομαι ότι εκεί μέσα ήταν κονσέρβες ανθρώπινες. «Τι ήταν αυτό», του είπα. «Γιατί τους έχουν κλεισμένους εκεί μέσα;». «Ε ε είναι οι πιο βαριά» μου απαντάει αδιάφορα.
Μετά από δύο μήνες παραμονής και αφού επέδειξα… σημάδια βελτίωσης μ’ άφησαν να φύγω. Ο Στέλιος έμεινε. Τον φιλοξένησα λίγο αργότερα ένα σαββατοκύριακο σπίτι μου. Του έδωσαν άδεια.
Μετά από ένα μήνα περίπου τον πήρα στο κινητό του να δω τι κάνει. Απάντησε η αδερφή του η οποία με ενημέρωσε αδιάφορα ότι ο Στέλιος πέθανε μέσα στο Δαφνί. Έπαθε ανακοπή. Έκλαψα πολύ για τον Στέλιο, κυρίως γιατί δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο του: Να ζήσει ελεύθερος σε ένα σπίτι που θα το πλήρωνε ο ίδιος.