12.1 C
Greece

Ρώσικη ρουλέτα

Σκίτσο του Αλέξη Κροκιδά.

Ο Αντόνιο είναι δεμένος χειροπόδαρα στο κρεβάτι. Πήγα να τον ρωτήσω αν ήθελε κάτι. Λύσε με σε παρακαλώ, μου είπε. Αυτό νομίζω ότι μου είπε. Έκλαιγε. Θα φωνάξω τη νοσοκόμα, του είπα. Η νοσοκόμα μου είπε ορθά κοφτά, “Κοίτα τη δουλειά σου. Την τελευταία φορά που τον λύσαμε χτυπούσε το κεφάλι του στο πάτωμα. Αν δεν τον προφταίναμε, θα μαζεύαμε τα μυαλά του από το πάτωμα. Κατάλαβες; Χαλάρωσε και κοίτα τη δουλειά σου.”

Δεν μιλούσα Ισπανικά. Αυτός μιλούσε μόνο Ισπανικά. Επιστράτευσα ό,τι μνήμες είχα από τα λατινικά μου, λίγα Ιταλικά που μου φάνηκαν, αδικαιολόγητα μάλλον, η πιο κοντινή στα Ισπανικά γλώσσα και ό,τι Ισπανούς ήξερα. Τον Γκόγια, τον Πικάσο, τον Θερβάντες, τον Λόρκα.

Μπορούσα όμως να απαγγείλω δύο στροφές από τον ύμνο των Mujeres libres. Δύο μόνο. Το έκανα.

Puño en alto mujeres de Iberia
hacia horizontes preñados de luz
por rutas ardientes,
los pies en la tierra
la frente en lo azul.
¡Qué el pasado se hunda en la nada!
¡qué nos importa el ayer!
Queremos escribir de nuevo
la palabra MUJER.

Είμαστε στον θάλαμο Π4. Ο Αντόνιο, εγώ κι άλλοι δύο.

Πρωινό στις 8. Δύο φέτες ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα και μια κούπα καφέ ή τσάι.

Σκίτσο του Αλέξη Κροκιδά.

Δεν έφαγα μεσημεριανό στις δωδεκάμισι. Μ’ άφησαν και βγήκα έξω. Τους είπα ότι ήθελα να πάρω μερικά πράγματα από το διαμέρισμά μου που ήταν ένα δυο χιλιόμετρα πιο κάτω σε έναν παράδρομο του Holloway Road.

Στις έξι τσάι με μπισκότα. Δεν υπάρχει ποτέ αρκετή ζάχαρη στον θάλαμο. Χέρια που τρέμουν την χύνουν στο πάτωμα.

Οι μέρες είναι δομημένες γύρω από τα γεύματα και τις ώρες του τσαγιού.

Μια νεαρή νοσοκόμα κάθεται δίπλα στην είσοδο του θαλάμου. Ελέγχει όποιον μπαίνει κι όποιον βγαίνει. Κάπου την έχω ξαναδεί. Ίσως σε όνειρο.

Οι μέρες και οι νύχτες περνούν χωρίς βιασύνη. Απλώς περνούν.

Passent les jours et passent les semaines. Κάπως έτσι. Οι νύχτες είναι κάπως πιο δύσκολες γιατί ο Τζον στον θάλαμο έχει το ραδιοφωνάκι του να παίζει όλη νύχτα και μιλάει ασταμάτητα. Δεν ξέρω σε ποιον. Πάντα μιλάμε σε κάποιον. Ενα βράδυ του προσφέρω ένα ολόκληρο πακέτο με μπισκότα σοκολάτας. Τα δέχεται με χάρη και ήσυχη ευγνωμοσύνη. Δεν σταματάει να μιλάει όμως. Μιλάει ακόμα κι όταν μασουλάει τα μπισκότα. Μετά από τρεις νύχτες είναι το νανούρισμα μου.

Σκίτσο του Αλέξη Κροκιδά.

Ο αρχιψυχίατρος θέλει να με δει. Έχω διαβάσει Graham Greene; Όχι δεν διαβάζω αγγλική λογοτεχνία. Την βαριέμαι. Ξέρω ότι ο Greene έπαιζε ρώσικη ρουλέτα; Όχι. Πού να το ξέρω; Δεν ασχολούμαι με τους Άγγλους λογοτέχνες. Είμαι ανηδονικός; Οχι. Γουστάρω την ηδονή τρελά. Σιωπή για λίγο. Ξεφύλλισε λίγο τον φάκελο μου αδιάφορα, αφηρημένα. Εξήντα τέσσερα ράμματα ε; Δεν τα μέτρησα, απάντησα. Γιατί κόπηκες; Ετσι, για την κάβλα και γιατί χρωστούσα τρεις μήνες νοίκια στην Κύπρια σπιτονοικοκυρά μου. Τα ‘χα δανειστεί τα λεφτά για να τη πληρώσω, αλλά τα παιξα στο καζίνο. Και γιατί ήθελα λίγο κάπου να ξαποστάσω από την ρουλέτα και απ’ αυτούς που με κυνηγούσαν να με σκοτώσουν ή τουλάχιστον να με χτυπήσουν άσχημα. Φτάνουν αυτά; Σου δίνω εξιτήριο σήμερα, μου είπε κοφτά. Τσαντίστηκα. Μα δεν μπορείτε να με κρατήσετε λίγο ακόμα, μερικές μερούλες; Ούτε τρεις βδομάδες δεν έχω κλείσει. Οχι, μου είπε. Τα θέματα σου είναι εκεί έξω. Πήγαινε να τα λύσεις. Εδώ δεν είναι κρυψώνα για τζογαδόρους που χρωστάνε λεφτά. Έχουμε άρρωστους ανθρώπους εδώ. Τον πούτσο σας έχετε εδώ, του είπα, σηκώθηκα και βγήκα βροντώντας την πόρτα. Χαιρέτησα τον Αντόνιο και του ‘πα ότι θα ρχομαι να τον βλέπω. Χαιρέτησα και τον Τζον. Του ‘δωσα το τελευταίο πακετάκι μπισκότα.

Η νοσοκόμα στην πόρτα δεν μου ζήτησε καν το εξιτήριο. Μου άνοιξε την πόρτα με το τηλεκοντρόλ που ‘χε κρεμασμένο στο λαιμό της σαν μενταγιόν. Δεν μου ‘πες ποτέ τ’ όνομα σου, της είπα κρατώντας την πόρτα ανοιχτή πριν βγω. Κάρμεν, μου είπε. Γεια σου Κάρμεν. Ισως τα ξαναπούμε. Δεν μου απάντησε.

Σκίτσο του Αλέξη Κροκιδά.

Η μοίρα μας παραμένει παγερά αδιάφορη. Ζεσταινόμαστε λίγο στην αγκαλιά μιας κατάρας.

πρόσφατα