13.9 C
Greece

Ποιήματα της Δήμητρας Αγγέλου

Φωτογραφία: Δήμητρα Αγγέλου

Η Δήμητρα Αγγέλου είναι ποιήτρια και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις συλλογές: Στάζουν μεσάνυχτα (Μελάνι, 2013 – Βραβείο Ποίησης “Μαρία Πολυδούρη” 2014), Χέρια παλίρροιας (Γαβριηλίδης, 2015), Σπασμένα Άλογα (Γαβριηλίδης, 2017), Ημερολόγια μελισσιού (Σμίλη, 2020), την συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (Σμίλη, 2022) και την τελευταία της συλλογή Στόμα βροχερό (Σμίλη, 2023). Διαλέξαμε μαζί της 11 ποιήματά της, από κάποιες από αυτές τις συλλογές.

~ 1 ~

έκανε τον πεθαμένο στη θάλασσα
εγώ μακροβούτια από κάτω
ήξερε πως δεν είχα αναπνοή
κι εγώ το ήξερα
χτυπούσα το κεφάλι μου στο πιο όμορφο φέρετρο
που ήταν η πλάτη του, οι γλουτοί του, τα χέρια του

ο πεθαμένος μου δεν θα πεθάνει ποτέ

είμαι ευτυχισμένη γιατί το ξέρω
κι επειδή το ξέρω κάνω την ευτυχία μου συντρίμμια
κι επειδή το ξέρω ασελγώ επάνω της

μια μέρα θα τον σκοτώσω
μαζί και την θάλασσα
για να μην αναπολώ τον πεθαμένο μου
που δεν θα πεθάνει ποτέ

~ 2 ~

Είναι λευκά
Οι τοίχοι έγιναν σεντόνια
Ζω μέσα σε ύπνο

Πάμε στο ποτάμι;
Εδώ είναι

~ 3 ~

Εκεί έτρωγα ήλιο
Κι έπλενα τα δόντια μου με υπνοστεντόν
Με ξυπνούσαν για να με λυπηθούν
Γιατί εγώ δεν κοιμόμουνα
Κι ούτε ήξερα τι να λυπηθώ σε μένα
Μου έκαναν ό,τι μου έκαναν και με καλούσαν στο νηπιαγωγείο τους
Μια φορά πήγα από περιέργεια για τ’ άλλα παιδάκια
Αλλά δεν είχε πλάκα
Τις άλλες μέρες έβγαινα στο ένα τετράγωνο κήπου
Έκανα τα μάτια μου πινέλα
Κι έφτυνα απ’ το στόμα μου μπογιές

Μόνο ο φύλακας ήταν καλός
Με άφηνε τις νύχτες να καπνίζω

~ 4 ~

είναι μάλλον περίεργο να λες πως σου λείπει κάτι
που δεν σου ανήκε ποτέ

εκτός αν αναφέρεσαι στην παιδική ηλικία
όπου δεν σου ανήκε τίποτα

~ 5 ~

Όταν χύνω, εδώ στην κλινική
Θα ’θελα να είχα πέος
Να έβγαζα σπέρμα

Να λέρωνα

~ 6 ~

Κι ήταν κάποιος εκεί
Που μ’ έλεγε Εύα
Πρωτόπλαστη

Κλείσε τα μάτια σου, έλεγε
Ποτέ δεν τα κλείνεις Εύα
Θα σου τα δείξω όλα εγώ

Και σκαρφάλωνε στα δέντρα
Να μου τα δείξει καλύτερα

Το σκοτάδι είναι το μόνο σημείο
Όπου δεν υπάρχει νύχτα, έλεγε

Μετά τον κατέβαζαν

~ 7 ~

Όταν γίνω καλά, αγάπη μου
Θα σε πάω κάπου όμορφα
Να φάμε μυρωδάτο χώμα
Θα μάθω ακορντεόν
Να σου παίζω τ’ απογεύματα στη βεράντα
Θα σου κάνω έρωτα χωρίς να κλαίω
Θα σου κάνω παιδιά, σκυλιά, γατιά
Ό,τι θέλεις εσύ
Και θα σου λέω όλο αστεία
Όλο αστεία
Για να γελάς

Όταν γίνω καλά
Αγάπη μου

~ 8 ~

Οι διάδρομοι φλέβες θλίψης
Τα δωμάτια ανθρώπινοι θρόμβοι
Θα σπάσει η καρδιά μου
Σα κρύσταλλο
Μέσα στα κρύα
Θεραπευτικά σας χέρια

~ 9 ~

ο τρελός ανακατεύεται με το πλήθος
και σαν επιθανάτια κραυγή φωνάζει
ΕΖΗΣΑ! ΕΖΗΣΑ!
το πλήθος σπάει

έχει ήδη συμβεί
βγαίνω στο μπαλκόνι για να δω μόνο το αστέρι
εξακολουθεί να του γελάει

~ 10 ~

Σε λίγο η αγάπη μου θα μεγαλώσει τόσο
Που θα μαζεύει απ’ τον τάφο της λουλούδια

~ 11 ~

[Αντί επιλόγου]

Έσκυψες πάνω από το κορμί της
και το κορμί της σε έκλεισε 
σαν σαρκοφάγο λουλούδι μέσα του.
Και η γαλάζια ώρα πήρε να σκοτεινιάζει.
Το σκοτάδι σε βρήκε κλεισμένο μέσα σε… 
Ένα σκοτάδι… ακόμα πιο σκοτεινό.
Συγχώρεση.
Όχι. Συγχώνευση.
Ακόμα καλυτέρα.

Το θέμα είναι, φίλε μου, ότι βλέπω τα μάτια σου να με κοιτούν. Μα ποτέ δε μου τα έδωσες. Επομένως νιώθω μεγάλη μοναξιά, φίλε μου. Σκληρή. Μόνο τον εαυτό μου έχω εδώ για να παίζω και πλήττω κάπως. Γιατί, χωρίς να θέλω να τον προσβάλω, είναι αυτοκαταστροφικός και κουραστικός και εμμονικός και χέσε μέσα. Μα προς το παρόν πίνω το κρασί μου σκέτο. Και περιμένω μια καλή παρέα. Δε χρειάζεται να υποφέρεις τόσο, μου λέω και χαμογελώ. Και τα αιχμηρά αντικείμενα μου κλείνουν το μάτι. Δεν πονάει εκεί που το αισθάνεσαι. Θέλεις πολύ να κάνεις κάτι τώρα. Είσαι ένας άδειος πίνακας, είσαι ένα κενό που θέλεις πάνω του να ζωγραφίσεις, να το γεμίσεις γεμάτες τρύπες, καταλαβαίνεις; ­Θέλεις να καταλάβεις. Δε γίνεται εδώ. Αλλά δε θα φύγεις σήμερα. Θα είσαι βλάκας αν το κάνεις. Είναι νωρίς, δεν πρέπει. Ίσως και να μην το εννοείς. Παραμιλάς. Απλώνεις το χέρι κάτω από το τραπέζι και φοβάσαι ότι κάτι θα σ’ το κρατήσει εκεί. Κάτι δικό σου που φοβάσαι. Οι παραισθήσεις δεν είναι για χόρταση, κοριτσάκι. Το σκοτάδι έγινε τόσο πηχτό που δε βλέπεις το κρεβάτι σου να πέσεις για ύπνο. Κι αν το κρεβάτι δε σε κρατήσει; «Αυτό δεν είναι φως αλλά ένα ορατό σκοτάδι». Δεν καταλαβαίνω γιατί απορείς. Τα δάχτυλά σου χτυπούν το ξύλο του γραφείου, προσπαθούν να σκάψουν, να κρυφτούν από εσένα. Καταλαβαίνεις τι τρόμο προκαλείς; Πώς γίνεται η απελπισία να είναι τόσο όμορφη και να χαμογελάει; αναρωτιέσαι χαϊδεύοντας το πρόσωπό σου που κολλάει από τα δάκρυα. Με κοροϊδεύει; Κρυφά οδεύει; Το νυστέρι στο συρτάρι λαγοκοιμάται, αλλά συνήθισες τη γεύση του αίματος πια, τι μπαίνει στην ίδια κατηγορία με εσένα, τι αφορά στ’ αλήθεια εσένα. Έχεις μπερδευτεί. Δεν ξέρεις τι από όλα είναι δικό σου πια. Θες να φύγεις. Θα βάψεις τα μάτια σου μαύρα και θα βγεις έξω πάλι; γυρεύοντας τι;

Τα μάτια σου στάζουν πένθος, τα χείλη σου επιθυμία. Τι θέλεις να γίνεις; Ποιον θες να φας; Με τι να σε ταΐσεις, γαμώτο σου; Να βγεις στη βροχή; Να ενωθείς; Και μετά τι; Θα σου πω τι. Αλλά κάνε ησυχία και χαμήλωσε τη μουσική γιατί θα ξυπνήσουν οι άλλοι. Μετά φράουλες και πράσινοι κήποι και στρουμπουλά μωρά.

πρόσφατα