18.4 C
Greece

Πώς να μιλήσουμε για την κατάθλιψη

Αν η υστερία ήταν κάποτε η διαταραχή σύμβολο της Belle Époque, και οι διαταραχές άγχους το απαραίτητο συμπλήρωμα της δυτικής μεταπολεμικής ευημερίας, η κατάθλιψη είναι η κατάσταση που παραμένει τόσο διαδομένη γιατί πιθανόν αποτελεί την τέλεια αντιστροφή της βασικής δομής του νεοφιλελεύθερου ψυχισμού. Εκεί που ο νεοφιλελευθερισμός προτείνει την αισιοδοξία, τον «θετικό τρόπο σκέψης», το άτομο ως κύριο του μέλλοντος του, η κατάθλιψη αντιτείνει την απαισιοδοξία, τα σκούρα χρώματα, το άτομο ως ανήμπορο όχι μόνο να φέρει εις πέρας μεγαλεπήβολα σχέδια αλλά ακόμα και να σηκωθεί από το κρεβάτι. Για αυτό ίσως η κατάθλιψη είναι η τελευταία εμπειρία στον πολιτισμό μας για την οποία η σιωπή θεωρείται ακόμη αποδεκτή. Όχι από ευαισθησία· από αμηχανία.

Ενώ το τραύμα και το πένθος έχουν δικαίωμα στο λόγο, η κατάθλιψη απορρίπτεται από την επιτροπή δεοντολογίας. Δεν έχει αιτία, δεν έχει τελετουργία, δεν έχει αναγνώριση. Όταν κάποιος μιλά για τη δυστυχία του χωρίς να την αποδίδει σε κάποιο «τραύμα», γίνεται αμέσως αντικείμενο καχυποψίας. Τι ακριβώς του φταίει; Βίωσε κάποιο πένθος; Τον απέλυσαν; Είναι απλώς «πολύ ευαίσθητος»; Η δυστυχία χωρίς εύκολη ερμηνεία προκαλεί ένα είδος βραχυκυκλώματος: δεν προσφέρεται για αφήγηση, δεν εμπνέει, δεν «βγάζει νόημα».

Σε έναν πολιτισμό που αποθεώνει την προσαρμοστικότητα και επιβραβεύει την ψυχική ανθεκτικότητα ως ηθική αρετή, η δημόσια παραδοχή της απόγνωσης λειτουργεί ως διαγραφή. Όποιος παρεκκλίνει από το σενάριο της θεμιτής θλίψης – εκείνης που περνάει, που «έχει αιτία», που αποδίδει τελικά κάτι – ακυρώνεται ως απειλή στην πολιτισμική οικονομία του νοήματος. Η κατάθλιψη μπορεί να γίνει αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι παρουσιάζεται σαν επεισόδιο. Σαν δυσκολία που ξεπεράστηκε. Σαν κάτι που μεταβολίστηκε σε αφήγηση, ιδανικά με τέλος αισιόδοξο. Αν όμως δεν ξεπερνιέται; Αν δεν τελειώνει;

Η συμβολή του βιβλίου του William Styron Θέα στο Σκοτάδι – Χρονικό μιας τρέλας (2003*, εκδόσεις Ποταμός) είναι ακριβώς αυτή: δεν προσφέρει παρηγοριά. Δεν προσφέρει δράμα. Απλώς κατονομάζει μια εμπειρία που ο δημόσιος λόγος προτιμά να διαστρέφει ή να αποσιωπά. Και το κάνει χωρίς στόμφο ή ικεσία· μόνο με τη σαφήνεια εκείνου που δεν έχει πια τίποτα να κερδίσει από το να ωραιοποιήσει την αλήθεια. Ενδεικτική σε αυτό η προμετωπίδα με το απόσπασμα από το βιβλίο του Ιώβ (3: 25-26): «οὔτε ἡσύχασα οὔτε εἰρήνευσα οὔτε ἀνεπαυσάμην».

Το βιβλίο (άρτια μεταφρασμένο από την Παλμύρα Ισμυρίδου) παρά τον τίτλο του (Darkness Visible: A Memoir of Madness) δεν είναι ούτε απομνημονεύματα, ούτε δοκίμιο με την παραδοσιακή έννοια· είναι μάλλον ένα είδος ακούσιας αυτο-εθνογραφίας. Ένα λιτό, σχεδόν εσκεμμένα μικρό βιβλίο, που δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να προσφέρει αφηγηματική λύτρωση. Ο Styron δεν αφηγείται μια «μάχη» με την κατάθλιψη· δεν υπάρχουν ήρωες, ούτε κάθαρση. Συχνά απορρέει η αίσθηση της απορίας και της δυσπιστίας του συγγραφέα απέναντι στις διαστάσεις και τις ιδιαιτερότητες της εμπειρίας του. Αυτό συνδέεται με την ίδια τη φύση της κατάθλιψης, η οποία εννοιολογείται από τον συγγραφέα ως: «μια συναισθηματική διαταραχή τόσο μυστηριωδώς οδυνηρή και ασαφής όσον αφορά το πώς τη συλλαμβάνει ο νους –η νόηση που δρα ως μεσάζων– ώστε ξεπερνά κάθε περιγραφή. Ως εκ τούτου, παραμένει σχεδόν ακατάληπτη σε όσους δεν την έζησαν στην ακραία μορφή της, μολονότι η μελαγχολία, «το ψυχοπλάκωμα», την οποία βιώνουν κατά καιρούς οι άνθρωποι και η οποία σχετίζεται με τον γενικό αγώνα της καθημερινότητας, είναι τόσο διαδεδομένη ώστε να δίνει σε ορισμένα άτομα μια ιδέα της ασθένειας στην ολέθρια μορφή της» (Styron, 2021, pp. 19–20).

******

Υπάρχουν συγγραφείς που, αν και βαθιά ενσωματωμένοι στο λογοτεχνικό τους περιβάλλον, φέρουν πάντα την αύρα του εσωτερικού εξόριστου. Ο Styron υπήρξε ένας από αυτούς. Μεγαλωμένος στον Αμερικανικό Νότο, λευκός, με σπουδές στο Duke University, συγγραφέας ενός από τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα μυθιστορήματα για τις φυλετικές διακρίσεις (The Confessions of Nat Turner, 1967) και του Sophies Choice, ενός έργου το οποίο η αναγνώστρια πιθανώς να θυμάται από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο το 1982 με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, ο Styron ανήκει στους λογοτέχνες εκείνους που επέλεξαν να μιλούν για τα άβολα θέματα με ακριβές ύφος και βαθύτατη πολιτισμική γνώση – ιδιότητες που, όπως γνωρίζουμε, σπανίως επιβραβεύονται χωρίς υποσημειώσεις.

Το Θέα στο Σκοτάδι γράφτηκε όταν ο συγγραφέας ήταν 64 ετών, το έτος 1989. Η δεκαετία είχε σχεδόν τελειώσει, το ίδιο και η εποχή της μεταπολεμικής πίστης στην πρόοδο. Στο πολιτικό προσκήνιο κυριαρχούσε η νεοφιλελεύθερη επέλαση· στο πεδίο της κουλτούρας, η εξομολόγηση είχε ήδη αρχίσει να γίνεται δημοφιλές τηλεοπτικό και λογοτεχνικό είδος. Ο Styron, που ως τότε είχε κινηθεί στον χώρο του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος, κάνει κάτι που μοιάζει ανοίκειο: εγκαταλείπει τη μυθοπλασία και παραδίδει ένα κείμενο σύντομο, νηφάλιο και κρυστάλλινα άβολο. Αντί να μας προσφέρει ένα ακόμη έργο με τραγικούς χαρακτήρες και ιστορικά πλαίσια, γράφει για την κρίση της δικής του υποκειμενικότητας.

Το έργο πρωτοεμφανίστηκε υπό τη μορφή διάλεξης σε συμπόσιο με θέμα τις συναισθηματικές διαταραχές οργανωμένο από το τμήμα ψυχιατρικής του πανεπιστημίου του Johns Hopkins. Μια πιο εκτεταμένη εκδοχή του δημοσιεύθηκε σε δοκιμιακή μορφή στο περιοδικό Vanity Fair, και θα αντισταθούμε στον πειρασμό να σχολιάσουμε την ειρωνεία του τίτλου (vanity= ματαιοδοξία) και του περιεχομένου (το περιοδικό δημιουργήθηκε με στόχο να είναι ένα fashion magazine). Έπειτα κυκλοφόρησε ως βιβλίο.

Το βιβλίο ξεκινά με μια φαινομενικά αδιάφορη περίσταση: ο συγγραφέας ταξιδεύει στο Παρίσι για να παραλάβει ένα λογοτεχνικό βραβείο (Prix Mondial Cino del Duca). Όμως η αφήγηση διαψεύδει από την αρχή κάθε προσδοκία αυτοπροσωπογραφίας ενός επιτυχημένου ανδρός. Αντί για πανηγυρισμούς, τιμές και αίγλη, εκείνο που κυριαρχεί είναι η απόλυτη αποδιάρθρωση του εσωτερικού τοπίου και η ακύρωση του ίδιου του εαυτού. Το βιβλίο προσφέρει ένα στιγμιότυπο μιας απώλειας και μιας ήττας. Γράφει ο Styron:  «Από το πλήθος των φριχτών, τόσο σωματικών όσο και ψυχολογικών εκδηλώσεων της ασθένειας, ένα από τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα είναι το μίσος προς τον εαυτό σου ή, για να το θέσω λιγότερο κατηγορηματικά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση – και καθώς η αρρώστια εξελισσόταν, υπέφερα όλο και περισσότερο από ένα αόριστο αίσθημα μειονεξίας» (Styron, 2021, p. 17). Παραλαμβάνοντας το βραβείο, είναι ήδη βυθισμένος σε μια κατάσταση απόσυρσης. Η διαδρομή από την αίθουσα τελετών ως το μουσείο με τα έργα του Πικάσο είναι περιγραφική μιας δαντικής καθόδου· όχι σε κάποιο μύθο, αλλά στο απόλυτο ψυχικό αδιέξοδο.

Η σκέψη του συγγραφέα περιδινείται μεταξύ επεισοδίων απελπισίας, ιστορικών παραλληλισμών, αναφορών σε άλλους συγγραφείς και προσωπικότητες της εποχής κάποιοι εκ των οποίων ήταν και αυτόχειρες· ο Camus που παρουσιάζεται ως το λογοτεχνικό του πρότυπο έθεσε το ζήτημα της αυτοκτονίας στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού, o προσωπικός του φίλος Romain Gary αυτοκτόνησε το 1980, η ηθοποιός Jean Seberg (πρώην σύζυγος του Gary) αυτοκτόνησε το 1979, ο Primo Levi αυτοκτόνησε το 1987. Οι μορφές αυτές παρελαύνουν ως σιωπηλοί συνδαιτημόνες, πρόσωπα που γνώρισαν το ίδιο βάρος και –ενίοτε– έσκυψαν κάτω απ’ αυτό. Η κατάθλιψη λέει ο συγγραφέας είναι «δημοκρατική», καθώς δεν κάνει διακρίσεις. Και το βιβλίο, χωρίς να το διακηρύσσει, λειτουργεί ως μικρή πραγματεία για τα όρια του να προσεγγίζουμε τη δυστυχία ως μια ακόμα διδακτική εμπειρία.

Δεν υπάρχουν ανατροπές. Δεν υπάρχει αφηγηματική οικονομία. Ο αναγνώστης δεν ενθαρρύνεται να ελπίσει· ούτε όμως να ταυτιστεί. Ο λόγος του Styron παραμένει νηφάλιος, κοφτός, και συχνά αποστασιοποιημένα κλινικός – ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι το πάθος της εξομολόγησης δεν σώζει. Το Θέα στο Σκοτάδι είναι ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε για να θεραπεύσει. Γράφτηκε γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο να γίνει.

******

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Styron είναι ξεκάθαρος ότι οι απαρχές της κατάθλιψής του ανάγονται στην ουσιαστικά αναγκαστική διακοπή κατανάλωσης αλκοόλ, μιας συνήθειας που τον συντρόφευε για πάνω από 40 χρόνια («Το αλκοόλ ήταν για το πνεύμα μου ο πολύτιμος συνέταιρος απ’ τα παλιά, καθώς και ο φίλος του οποίου τις υπηρεσίες αναζητούσα καθημερινά» (Styron, 2021, p. 57)). Παραδόξως, η φαινομενικά θετική αυτή αλλαγή έκανε τα πάντα πιο σκοτεινά, καθώς η άμυνα που απωθούσε τη δυσφορία ήταν πλέον εκτός μάχης. Για κάποια περίοδο ο συγγραφέας σταμάτησε να γράφει.

Αν το βιβλίο του κέντρισε το ενδιαφέρον των αναγνωστών/ριών, δεν ήταν εξαιτίας της περιγραφής της κατάθλιψης· ήταν επειδή άγγιξε, χωρίς περιστροφές, το θέμα που αποτελεί για τον Styron το απόλυτο πολιτισμικό ταμπού. Η αυτοκτονία προκαλεί. Όχι επειδή είναι ακατανόητη, αλλά επειδή είναι ανυπάκουη. Δεν δικαιολογείται εύκολα· δεν υπακούει σε αιτιακές ακολουθίες. Είναι πράξη την οποία το υποκείμενο εξ ορισμού αδυνατεί να αφηγηθεί εκ των υστέρων. Και γι’ αυτό θεωρείται τόσο προκλητική. Ο Styron πέρασε ξυστά από αυτό το ενδεχόμενο. Γράφει:

«Αυτή η βεβαιότητα με αιφνιδίασε και γέννησε μέσα μου νέο τρόμο, γιατί παρ’ ότι η σκέψη του θανάτου με απασχολούσε συχνά κατά τη διάρκεια των κρίσεων μου, μαστιγώνοντας το μυαλό μου σαν παγωμένες ριπές ανέμου, είχε την ακαθόριστη μορφή του ολέθρου που στοιχειώνει, όπως φαντάζομαι, τα όνειρα των βαριά αρρώστων. Η διαφορά έγκειτο τώρα στη βεβαιότητα ότι αύριο, όταν ο πόνος θα επανερχόταν, ή μεθαύριο –αναμφίβολα σ’ ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον– θα υποχρεωνόμουν να σκεφτώ πως δεν αξίζει να ζει κανείς αυτή τη ζωή και, κατά συνέπεια, να απαντήσω, από την πλευρά μου τουλάχιστον, στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας» (Styron, 2021, p. 43).

Ο Styron δεν αυτοκτόνησε. Αλλά έφτασε ως το σημείο όπου το κενό αρχίζει να ασκεί έλξη – σαν εκείνον που στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού και, ακόμη ακίνητος, νιώθει τον ίλιγγο να έρχεται όχι από το ύψος, αλλά από τη δυνατότητα της πτώσης. Στο Θέα στο Σκοτάδι, η αυτοκτονία δεν εμφανίζεται ως επιλογή, ούτε ως απόφαση, αλλά ως γεγονός που αποκτά φυσικότητα. Ο παραλληλισμός με άλλους συγγραφείς που δεν τα κατάφεραν να επιβιώσουν – τον Romain Gary, τον Primo Levi, τον Randall Jarrell (που σύμφωνα με την ερμηνεία του Styron αυτοκτόνησε)– δεν γίνεται από νοσταλγία ή συντροφικότητα, αλλά από υποχρέωση: η υποχρέωση να κατανοηθεί ότι η κατάθλιψη μπορεί να σκοτώσει.

Ο Styron δεν έχει την παραμικρή διάθεση να εξιδανικεύσει την αυτοκτονία. Αλλά και δεν την υποτιμά. Αντί για ηθική στάση, προκρίνει μια αναλυτική προσέγγιση – σχεδόν ανατομική. Περιγράφει με λεπτομέρεια τη διαδικασία με την οποία ο νους αρχίζει να φαντάζεται τις δυνατότητες του θανάτου: τα δοκάρια της σοφίτας, το γκαράζ, τη μπανιέρα. Και το κάνει χωρίς καμία αισθηματολογία, χωρίς θεατρική πρόθεση. Η αυτοκτονία δεν παρουσιάζεται ως καταστροφή αλλά ως ενδεχόμενο. Ακραία, αδιέξοδη, και για τον ίδιο – τελικά – αδιανόητη, αλλά πάντως ενδεχόμενο. Και αυτό το γεγονός είναι που ενοχλεί περισσότερο: όχι ότι ο άνθρωπος σκέφτεται να πεθάνει, αλλά ότι το σκέφτεται με απόλυτη λογική.

Αυτή η διάκριση απομακρύνει τον Styron τόσο από τη χριστιανική δαιμονοποίηση όσο και από τον φιλελεύθερο ψυχολογισμό. Δεν υπάρχει εδώ ούτε αμαρτία ούτε δυσλειτουργία. Υπάρχει ένας άνθρωπος που ζυγίζει την αντοχή του και τη βρίσκει ελλιπή. Η σωτηρία του – αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη – έρχεται όχι ως επιφοίτηση, αλλά σχεδόν τυχαία, μέσα από μια μελωδία του Brahms (Άλτο Ραψωδία, op. 53) που παρεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή. Δεν πρόκειται για λύτρωση. Πρόκειται για ένα ελάχιστο ψυχικό αντιστάθμισμα. Μια ενδιαφέρουσα διακειμενική διάσταση εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της γραφής του παρόντος κειμένου από τον Αλέξη Κροκιδά. Ο Αλέξης μού θύμισε ότι το συγκεκριμένο έργο είχε συντεθεί από τον Brahms πάνω στο ποίημα του Γκαίτε Harzreise im Winter  (Χειμερινό ταξίδι στο Χαρτς). Αξίζει όντως προσοχής αυτή η μουσική σύνδεση μεταξύ της εμπειρίας του Styron με ένα ποίημα του Γκαίτε, ο οποίος έγραψε το χωρίς αμφιβολία πιο σημαντικό έργο σχετικά με την αυτοκτονία στην παγκόσμια λογοτεχνία (Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου). Το βιβλίο συνδέθηκε με μια αύξηση των αυτοκτονιών την περίοδο της δημοσίευσης του (βλ. φαινόμενο του Βέρθερου). Στο τέλος του βιβλίου, ο Styron αποκαλύπτει ότι η μελωδία τον συγκίνησε επειδή του θύμισε τη μητέρα του που σε ανύποπτο χρόνο το είχε τραγουδήσει. (Σημείωση: Η μητέρα του πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν δεκατεσσάρων ετών). Και εκεί ίσως βρίσκεται και η μοναδική σοβαρή απάντηση στον αυτοκτονικό ιδεασμό: όχι ηθική απαγόρευση, αλλά προσεκτική παρουσία· όχι καταδίκη, αλλά υπομονή. Το βιβλίο, χωρίς να το διακηρύσσει, λειτουργεί ως μια σπάνια υπεράσπιση των αυτοχείρων. Όχι επειδή έχουν δίκιο – αλλά επειδή με τον τρόπο τους μας είπαν κάτι σημαντικό.

******

Αν η αυτοκτονία φανερώνει την αποδιάρθρωση κάθε δυνατότητας νοήματος, τότε η φαρμακευτική αγωγή εμφανίζεται, συχνά, ως η πιο άμεση – και ίσως πιο αμήχανη – απάντηση: μια προσπάθεια να διατηρηθεί η συνοχή εκεί που όλα τείνουν να καταρρεύσουν.Σε μια εποχή που η βιοπολιτική διαμορφώνει εν πολλοίς όχι μόνο τις ψ-επιστήμες  αλλά και τη γλώσσα με την οποία περιγράφουμε τον εαυτό μας, η στάση του William Styron απέναντι στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα έχει κάτι το σκανδαλωδώς ειλικρινές. Δεν τα απορρίπτει· δεν τα δαιμονοποιεί. Απλώς καταγράφει την προσωπική του εμπειρία: οι φαρμακευτικές ουσίες που του χορηγήθηκαν δεν λειτούργησαν – ή, μάλλον, λειτούργησαν εναντίον του.

Το πιο ενδιαφέρον δεν είναι η ιατρική λεπτομέρεια, αλλά η ψυχρή του αναγνώριση του ιατρικού παραδόξου. Η λήψη ενός αντικαταθλιπτικού συνοδευόταν από την οδηγία να περιμένει «τέσσερις με έξι εβδομάδες» για να εμφανιστεί κάποιο αποτέλεσμα· σε έναν άνθρωπο που ζούσε λεπτό προς λεπτό την αίσθηση της κατάρρευσης, αυτή η σύσταση αγγίζει τα όρια της κωμωδίας. Η καθυστέρηση της φαρμακολογικής αποτελεσματικότητας αναδεικνύεται εδώ όχι ως ιατρικό γεγονός αλλά ως φιλοσοφικό αδιέξοδο: τι αξία έχει μια θεραπεία που υπόσχεται ανακούφιση όταν δεν υπάρχει πια υποκείμενο για να τη βιώσει;

Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η εμπειρία του με τις βενζοδιαζεπίνες: το Halcion (Τριαζολάμη) και το Ativan (Λοραζεπάμη). Αμφότερα συνταγογραφήθηκαν αφειδώς και σε τριπλάσια δόση από τη συνιστώμενη με αποτέλεσμα ο Styron να εθιστεί στο πρώτο. Στο τέλος, αποδίδει μεγάλο μέρος του αυτοκτονικού του ιδεασμού στο Halcion. Το αποτέλεσμα δεν ήταν γαλήνη, αλλά η εμμονική σκέψη θανάτου, η αποσύνδεση από το περιβάλλον, η τρέλα. Η φαρμακευτική αγωγή δεν θεράπευσε την κατάθλιψη· απλώς της έδωσε νέα εργαλεία. Και εδώ ο Styron τολμά να εκφράσει αυτό που πολλοί αποσιωπούν: ότι τα φάρμακα, όταν δεν λειτουργούν, δεν είναι απλώς άχρηστα αλλά και επικίνδυνα.

Αυτό που αναδύεται από την αφήγησή του δεν είναι μια ρητή επίθεση στη ψυχιατρική. Είναι μάλλον μια άσκηση νηφαλιότητας. Ο Styron πολύ συχνά ενστερνίζεται βασικές παραδοχές της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Γράφει για παράδειγμα χωρίς καμία ένδειξη αμφισβήτησης: «Η τρέλα είναι προϊόν ανωμαλίας της βιοχημικής λειτουργίας» (Styron, 2021, p. 64). Ωστόσο, δεν φαίνεται να συμπαθεί ιδιαίτερα τους ψυχιάτρους. Ονομάζει τον θεράποντα ιατρό του Δόκτορα Gold (πιθανώς μια υπόγεια αναφορά στη φιλαργυρία;) και διαπιστώνει αλλού: «Πολλοί ψυχίατροι μοιάζουν ανίκανοι να αντιληφθούν το χαρακτήρα και το βάθος του άγχους το οποίο υφίστανται οι ασθενείς τους, και επιμένουν πεισματικά στον προσανατολισμό τους στα φαρμακευτικά προϊόντα, πιστεύοντας ότι εντέλει τα χάπια θα δράσουν, ότι ο οργανισμός θα αντιδράσει θετικά, κι έτσι ο ασθενής θα αποφύγει το ζοφερό νοσοκομειακό περιβάλλον» (Styron, 2021, p. 90). Έπειτα, αποκαλεί τον γιατρό που διηύθυνε την ενδονοσοκομειακή ομαδική ψυχοθεραπεία «ξιπασμένο νεαρό τρελογιατρό, με μυτερό σκούρο μούσι» (p. 97). Ο Styron δεν καταγγέλλει τη φαρμακολογία· απλώς αρνείται να συμμετάσχει στο αφήγημα της απλής λύσης. Και σε μια εποχή που η θεωρία για την «κατάθλιψη ως χημική ανισορροπία» ήταν πανίσχυρη, η θέση αυτή ήταν ίσως πιο ανατρεπτική από κάθε κριτική στη βιοπολιτική. Στο τέλος, η λύση δεν ήρθε από τα χάπια αλλά από το νοσοκομείο: από τον έλεγχο των ερεθισμάτων, την επιτήρηση και την ανάπαυση. Και κυρίως, από τον χρόνο – αυτόν τον καταχρηστικά υποτιμημένο παράγοντα που η εποχή της άμεσης ικανοποίησης των αναγκών και των επιθυμιών δυσκολεύεται να αναγνωρίσει.

Με τη Θέα στο Σκοτάδι ο William Styron δεν γράφει το βιβλίο της ζωής του. Γράφει επειδή η ζωή του – προσωρινά, τουλάχιστον – δεν μπορεί να γραφτεί αλλιώς. Η εξομολόγησή του δεν έχει τη δομή της μαρτυρίας. Δεν ξεκινάει από την αρχή ούτε αποσκοπεί στην κάθαρση. Δεν υπάρχουν «σταθμοί», δεν υπάρχουν «μαθήματα», δεν υπάρχει καμία προσπάθεια να αναχθεί το προσωπικό σε καθολικό. Η αφήγησή του διακόπτεται, επαναλαμβάνεται, παραπλανά, σωπαίνει και επανέρχεται – όπως ακριβώς και η ίδια η κατάθλιψη. Αν κάποιος επιμείνει να διαβάσει το Θέα στο Σκοτάδι ως απολογισμό, το μόνο που θα βρει είναι ένα υπόμνημα της αδυναμίας του υποκειμένου να οργανώσει σε αφήγηση την εμπειρία του ολέθρου.

Και ακριβώς εδώ βρίσκεται η δύναμη του βιβλίου: δεν επιχειρεί να μετασχηματίσει την απόγνωση σε λογοτεχνικό επίτευγμα· την καταγράφει ως γεγονός. Η γραφή δεν είναι θεραπεία· είναι λειτουργία επιβίωσης. Όταν ο Styron περιγράφει πώς θέλει να πετάξει το προσωπικό του σημειωματάριο στα σκουπίδια, μέσα σε ένα κουτί δημητριακών, το κάνει με μια συγκλονιστική απάθεια. Η στιγμή αυτή δεν είναι συμβολική· είναι απόλυτα κυριολεκτική. Η γραφή έχει πλέον καταρρεύσει μαζί με το υποκείμενο. Κι όμως, το ίδιο αυτό βιβλίο αποτελεί μαρτυρία ότι κάπως, από κάπου, η γλώσσα επιστρέφει. Όχι ως θρίαμβος, αλλά ως τεκμήριο. Ο Styron δεν καταθέτει το κείμενο του για να εξιλεωθεί. Το προσφέρει σχεδόν μηχανικά, με μια εσωτερική ψυχρότητα που εντυπωσιάζει περισσότερο από κάθε συναισθηματική έξαρση. Η εμπειρία έχει γραφεί επειδή έπρεπε να γραφεί· όχι για να συγκινήσει, ούτε για να εμπνεύσει, αλλά για να υπάρχει.

Παρά τη σιωπή, την αποδιάρθρωση, την αποχή από κάθε νόημα, η ανάκαμψη εμφανίζεται στον ορίζοντα. Όχι ως αποκάλυψη ούτε ως απόδειξη αρετής, αλλά ως βραδεία επιστροφή σε ό,τι έχει σημασία. Το φως της ανάρρωσης δεν είναι εκτυφλωτικό· είναι ήπιο, απροσδόκητο, σχεδόν ανεπαίσθητο. Μπορεί να βρίσκεται σ’ ένα βλέμμα, σε μια μελωδία, στη μνήμη ενός οικείου προσώπου – σε οτιδήποτε καταφέρνει να υπενθυμίσει ότι ο κόσμος δεν έχει εξαντληθεί. Ο Styron δεν υποσχέθηκε ποτέ σωτηρία· έδειξε όμως ότι η έξοδος από το σκοτάδι είναι δυνατή.

*Για τις σελίδες των παραπομπών χρησιμοποιώ την πιο πρόσφατη έκδοση του 2021.

Προηγούμενο άρθρο

πρόσφατα