Wednesday, September 17, 2025

Οι Φαντασιώσεις του Ψ-λόγου και η Πλάνη του Ψυχολογικού

Φωτογραφία: Γιώργος Ευθυμίου

Κωνσταντίνος Κόντης
Υποψήφιος Διδάκτωρ (Θεωρία και Ιστορία της Ψυχολογίας), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Προστάτεψε τα πάντα, ανίχνευσε τα πάντα, συμπερίλαβε τα πάντα – εμμονική κοινωνία.
Σώσε χρόνο. Σώσε ενέργεια. Σώσε χρήματα. Σώσε τις ψυχές μας – φοβική κοινωνία1.
Baudrillard, 1988, σ. 40, η μετάφραση δική μου

            Από τα τέλη του 19ου αιώνα έχει σταδιακά αναπτυχθεί ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης και θέασης του κόσμου που πλέον θεωρείται κοινότοπος, αν όχι φυσικός. Ο Δυτικός άνθρωπος κοιτάει πια μέσα του για να αναζητήσει τόσο την πηγή της δυσφορίας του όσο και το μυστικό της ευτυχίας, της αυτογνωσίας, της αυτοπραγμάτωσης, κλπ. Ο εσωτερικός αυτός χώρος, όσο και το βλέμμα που τον «εξετάζει», συχνά χαρακτηρίζονται από τον διαφανή, επιστημονικό (αλλά συνάμα μυστικιστικό) όρο «ψυχολογικό». Δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε πως ο άνθρωπος του 21ου αιώνα είναι ο Homo Psychologicus.

            Τί ακριβώς σηματοδοτεί ο όρος «ψυχολογικό»; Συνήθως περιορίζεται στο ίδιο το άτομο ή/και στο άμεσο περιβάλλον του: το ψυχολογικό δηλαδή είναι ατομικό. Δεύτερον, δηλώνει έναν εσωτερικό «χώρο» εντός του υποκειμένου, χώρος που συνήθως μοιάζει ημι-αυτόνομος από ηθικές, κανονιστικές, κοινωνιολογικές επιδράσεις. Τέλος, φαίνεται να είναι ένας χώρος που -ακριβώς λόγω της σχετικής αυτονομίας του- είναι ανοιχτός σε επιστημονική διερεύνηση ή χειρισμό από κατάλληλους επαγγελματίες-επιστήμονες. Αυτός ο χώρος συγκροτείται από ένα συγκεκριμένο είδος λόγου, τον Ψ-λόγο, ο οποίος ασκείται από διάφορους συνδεόμενους κλάδους (ψυχολογία, ψυχιατρική, συμβουλευτική, ψυχοθεραπεία) και εσωτερικεύει τη δυσφορία, αντιμετωπίζοντας την ως ψυχολογικό (ατομικό, πρακτικό και «επιστημονικό») θέμα.

            Μέσω της ψυχολογιοποίησης τα ίδια τα άτομα «μαθαίνουν» να βλέπουν τις ζωές τους εντός αυτού του στενού ψυχολογικού χώρου. Η ψυχική υγεία γίνεται ένα ιδανικό και ένα προϊόν προς αγορά και (όπως φαίνεται επιτυχή και επικερδή) πώληση, το οποίο σχετίζεται τόσο με την ευεξία όσο και με την επιτυχία του ατόμου. Ένας χώρος όπου, σαν το χρηματιστήριο, το άτομο πρέπει να επενδύσει με την ελπίδα της αρμόζουσας «επιστροφής». Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι που μπορεί ή πρέπει να κάνει ο καθένας μόνος του. Ακριβώς επειδή πρόκειται για έναν χώρο «επιστημονικό» και διαχειρίσιμο, καλεί την συνδρομή μιας σειράς ειδικών: ψυχοθεραπευτών, ψυχιάτρων, συμβούλων ψυχικής υγείας, ψυχαναλυτών, κοινωνικών λειτουργών, life coaches (που δεν καταλαβαίνουν την βαθιά ανηθικότητα αυτού του όρου, ότι δηλαδή κάποιος αναλαμβάνει την πατερναλιστική καθοδήγηση της ζωής ενός άλλου με βάση αφηρημένα κριτήρια επιτυχίας και ευεξίας), relationship experts, αναλυτών συμπεριφοράς, κλπ. Το υποκείμενο, εντός όλων αυτών των ειδικών και γνώσεων, πλέον καλείται να αντιμετωπίσει τον εαυτό του σαν προϊόν, σαν ένα project προς ανάπτυξη και την εμπειρία του σαν μια σειρά από κατάλληλες τεχνικές και βήματα, πράγμα που σαν τρόπος σκέψης διεισδύει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Αυτό που άλλοτε ήταν μια βόλτα για να καθαρίσει το κεφάλι, τώρα γίνεται ένα mental health walk. Αυτό που άλλοτε ήταν μια ώρα ήρεμης περισυλλογής, τώρα γίνεται mindfulness. Η απλή αυτοβιογραφική συγγραφή πλέον λέγεται journaling. Αξίζει κανείς να αναφέρει την σχετική παρατήρηση του Baudrillard (1994): «Οι άνθρωποι δεν κοιτάνε πια ο ένας τον άλλον, αλλά υπάρχουν ινστιτούτα για αυτόν τον σκοπό. Δεν αγγίζουν πια ο ένας τον άλλον, αλλά υπάρχει θεραπεία επαφής. Δεν περπατάνε πια, αλλά πηγαίνουν για τζόκινγκ, κλπ. Παντού ανακυκλώνει κανείς χαμένες ικανότητες, ή χαμένα σώματα, ή χαμένη κοινωνικότητα, ή τη χαμένη γεύση για το φαγητό. Επανεφευρίσκει κανείς την ένδεια, τον ασκητισμό, την εξαφανισμένη άγρια ​​φυσικότητα: φυσική τροφή, υγιεινή διατροφή, γιόγκα»2 (σ. 13, η μετάφραση δική μου). Ούτε οι διαπροσωπικές σχέσεις ξεφεύγουν από τα δίχτυα του Ψ-λόγου. Ένα ολόκληρο τεχνικό λεξιλόγιο έχει επιστρατευτεί για την κατονομασία, την κατάδειξη και εν τέλει τον χειρισμό συγκεκριμένων πτυχών της κάθε σχέσης: αυτό που κάνεις λέγεται gaslighting (αν χειρίζεσαι τον άλλον πείθοντάς τον πως παραλογίζεται), flaking (αν δίνεις ραντεβού και μετά δεν τα τηρείς), trauma dumping (αν αραδιάζεις επώδυνες παρελθοντικές εμπειρίες), ναρκισσισμός, κλπ. Η διαφωνία που το ζευγάρι καλείτο να λύσει μόνο του, ως μια διυποκειμενική σύγκρουση, τώρα διαμεσολαβείται από έναν Τρίτο, από τον Άλλον της ψυχολογικής αντικειμενικότητας. Κοινωνικο-ηθικά προβλήματα γίνονται κατανοητά ως αδυναμίες ή ελλείψεις στην «ψυχολογική» συγκρότηση ή ψυχο-εκπαίδευση του ατόμου. Δημιουργείται έτσι η (εσφαλμένη) πεποίθηση ότι για τέτοια ζητήματα υπάρχουν αντικειμενικές λύσεις ή οδηγίες, εφαρμοζόμενες από το άτομο με βάση κάποια συγκεκριμένα skills. Ταυτόχρονα, ο ατομικισμός που – όπως ειπώθηκε- συνοδεύει τον Ψ-λόγο θεριεύει καθότι το άτομο δεν χάνεται πια στην αναπόφευκτη διυποκειμενικότητα της σχέσης  ή  στο κάλεσμα της ευθύνης προς τον Άλλον, αλλά αποστασιοποιείται από την διαπροσωπική  σύγκρουση, θέτοντας την προστασία του ψυχολογικού του χώρου ως πρόταγμα: «Αρκεί εγώ να είμαι καλά».

            Ο Ψ-λόγος ψυχολογιοποιεί. Η ψυχολογιοποίηση είναι αποπολιτικοποίηση, αποϊδεολογικοποίηση, αποηθικοποίηση. Η ψυχολογιοποίηση είναι εξατομίκευση, εσωτερίκευση, προσαρμογή. Αφορμάται από και οδηγεί πίσω σε δύο τρόπους σκέψης: πρώτον, στο ότι τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι υποκειμενικές διεργασίες είναι αποσπάσιμες από τα άτομα και δυνατόν να μελετηθούν σαν εξωτερικά πράγματα, σαν όργανα που ο ανατόμος έχει αφαιρέσει στο χειρουργικό τραπέζι. Δεύτερον, ότι το άτομο δεν μπορεί να εμπιστευτεί απλά την ίδια του την υποκειμενικότητα για τη λύση των «προβλημάτων» του (βλ και Smail, 1984/2015). Αντίθετα, ακριβώς επειδή αυτά είναι «αντικειμενικά» παρατηρήσιμα, πρέπει να γίνουν αντικείμενο χειρισμού από τον κατάλληλο ειδικό, από μια συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη. Τα ηθικά αισθήματα και οι αποφάσεις του υποκειμένου για την ζωή του πλέον μπορούν να μπουν σε μια λίστα ψυχοεκπαίδευσης, μπορούν πλέον να μιληθούν με την γλώσσα της αντικειμενικότητας, μπορούν να βρουν τη «λύση» τους στα λόγια του θεραπευτή ή στην σκεύη του κατάλληλου αντικαταθλιπτικού. Το σύγχρονο δυτικό υποκείμενο βέβαια πρέπει να παίρνει αποφάσεις, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του νεοφιλελευθερισμού, αλλά αυτές οι αποφάσεις τώρα μπαίνουν σε έναν λόγο αντικειμενικό, πρακτικό, τεχνικό, ψυχολογικό, με την αναδόμηση των κατάλληλων γνωστικών σχημάτων, δυσλειτουργικών σκέψεων και γνωσιών, με τις κατάλληλες ασκήσεις για το σπίτι ή την εκπαίδευση στην διεκδικητικότητα: πρακτικά προβλήματα βρίσκουν πρακτικές λύσεις από χρήσιμους ειδικούς με χρήσιμες τεχνικές, ένα εργοστάσιο προσωπικής ανάπτυξης.  

            Ο Ψ-λόγος και το «ψυχολογικό» οδηγούνται από δύο φαντασιώσεις. Η πρώτη είναι η φαντασίωση του απολύτως θετικού υποκειμένου, του υποκειμένου δηλαδή που έχει απαλλαγεί από τα προβλήματά του, είτε αυτά είναι ηθικές συγκρούσεις, δυσάρεστα συναισθήματα, «δυσπροσαρμοστικά» μοτίβα συμπεριφοράς, συμπτώματα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κλπ. Αυτή η θετικοποίηση μπορεί να συμβεί είτε με την ναρκωτική δράση των ψυχιατρικών φαρμάκων, που κοιμίζουν, ηρεμούν, αποπροβληματοποιούν (σίγουρα μόνο για ένα σύντομο διάστημα και σίγουρα όχι πολύ επιτυχημένα), είτε με τις κατάλληλες τεχνικές και ψυχοεκπαίδευση από τον αρμόδιο Ψ-ειδικό. Φυσικά, αν ρωτηθούν, οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι θα αρνηθούν την πιθανότητα ενός απολύτως θετικού υποκειμένου απαλλαγμένου από προβλήματα, ενώ παράλληλα θεραπείες τραύματος και η σύγχρονη έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας μπορούν να τονίζουν ένα υποκείμενο όχι ακριβώς θετικό, αλλά που αντιστέκεται σε δυσχέρειες. Παρόλα αυτά, είναι ακριβώς αυτή η φαντασίωση που προωθεί τόσο καλά την πώληση ψυχολογικών υπηρεσιών και την δημιουργία όλων και περισσότερων ειδικών και επαγγελματιών: το ότι το υποκείμενο θα «λύσει» τους ψυχολογικούς κόμπους του, θα εκπαιδευτεί σε εσωτερικά θέματα και θα αναφωνήσει «Είμαι καλά», η φαντασίωση δηλαδή της μη-αρνητικότητας. Η δεύτερη φαντασίωση του Ψ-λόγου, συμβατή με την προηγούμενη, είναι η προσπάθεια να εισαχθεί ένα μικρός ψυχολόγος εντός όλων (Parker, 2018), ένα αστυνομευτικό ανθρωπάριο που καταγράφει, παρατηρεί, ελέγχει όλες τις πτυχές του ψυχισμού, ώστε να εφαρμόσει σε αυτές την κατάλληλη τεχνική διαχείρισής τους.

            Αν ο Ψ-λόγος είναι δύσπιστος προς την υποκειμενικότητα του ίδιου του ατόμου και επιθυμεί να εισαγάγει ένα ψυχολογικό ανθρωπάριο εντός του καθενός, τότε μπορούμε να πούμε πως αναδιπλασιάζει την εμπειρία του ατόμου σε ένα κρυφοκανονιστικό ψυχολογικό ομοίωμα καλής συμπεριφοράς. Η ίδια η εμπειρία του ατόμου δηλαδή έχει σημασία μόνο σαν ένα μοντέλο, κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο ώστε α) να βγάζει νόημα σαν εξωτερικό αντικείμενο (η πλάνη της διαφανούς επιστημονικότητας) και β) να είναι προσαρμόσιμο και διαχειρίσιμο από τον κατάλληλο επαγγελματία (η απάτη της ψυχολογικής προσαρμογής και λειτουργικότητας). Η ίδια η υποκειμενικότητα είναι περίπλοκη, ενδεχομενική, σχετικά απρόβλεπτη, δυναμική, βιωμένη σε απτά πλαίσια με τα οποία έρχεται σε συναρμογή. Το μοντέλο είναι απλό και προβλέψιμο, ένα ομοίωμα της εμπειρίας που την παραλλάσσει απλοποιώντας την (βλ και Teo, 2020).

            Αποτελεί κοινό τόπο – τουλάχιστον στην Κριτική Ψυχολογία- ότι ο Ψ-λόγος αποτελεί μια φυσική προέκταση του νεοφιλελεύθερου λόγου. Ο ατομικισμός, ο εαυτός ως project, η καλλιέργεια δεξιοτήτων (προς ανταγωνισμό στην ελεύθερη αγορά), η εμμονή με την έννοια της λειτουργικότητας, το πάθος της διαφάνειας, του γιγνώσκειν και επιτηρείν τα πάντα, όλα βρίσκουν την έκφρασή τους στην κοινή τομή του ψυχολογικού και νεοφιλελεύθερου discourse (Adams et al., 2019; Cabanas, 2018; Κόντης, 2025). Πλέον το ψυχολογικό αποτελεί την επιφάνεια όπου εφαρμόζεται ένα νέο είδος «επιστημονικής» κυβερνησιμότητας, αυτό των τεχνολογιών του εαυτού, της αυτοκυριαρχίας, αυτοκυβέρνησης και αυτοελέγχου (Rose, 1996). Πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις (που, όπως ειπώθηκε, είναι αρκετές στη σχετική βιβλιογραφία) αξίζει να δει κανείς πώς οι φαντασιώσεις του νεοφιλελεύθερου Ψ-λόγου εκφράζονται στην (νεοφιλελεύθερη) αγορά ψυχοθεραπείας, στην επαγγελματοποίηση ενός πεδίου γνώσης και πρακτικής και στο “marketing” ψυχολογικών υπηρεσιών. Καρτέλες με ψυχολογικές συμβουλές, bullet points με συμπτώματα, βίντεο με ειδικούς που προσφέρουν λύσεις ενώ άνωθεν αναγράφεται «χορηγούμενη διαφήμιση», εκατοντάδες εκπαιδεύσεις και πιστοποιητικά σε κάθε είδος ψυχοθεραπείας ή συμβουλευτικής, σελίδες online θεραπείας με συνεχώς τον ίδιο τίτλο που παραλλάσσεται προβλεπόμενα (mytherapy, therapylink, mind your inside, psychotherapy now, click to therapy)4. Οι δύο φαντασιώσεις που προαναφέρθηκαν (του πλήρως θετικού υποκειμένου και της εισαγωγής της ψυχολογικής σκέψης σε όλους) επαναλαμβάνονται εδώ με τον χυδαίο τρόπο της διαφήμισης: σλόγκαν, ταμπέλες, συμβουλές, τσιτάτα που πουλάνε σωτηρίες· οι τηλεοπτικοί πάστορες δεν πέθαναν, αλλά μεταμορφώθηκαν και εκκοσμικεύτηκαν. Τα συγχωροχάρτια τώρα αγοράζονται πιο ακριβά και η αιώνια ανταμοιβή είναι αυτή της επιτυχίας και του well-being.

            Ο νεοφιλελεύθερος Ψ-λόγος έχει πλέον γίνει τόσο κοινός που είναι σχεδόν αδύνατον για κάποιον να σκεφτεί μια διέξοδο από αυτόν ή μια εναλλακτική. Η μετατροπή των πάντων σε ψυχολογία  είναι κάτι αναμενόμενο σε μια κουλτούρα ναρκισσισμού και σε μια κουλτούρα ναρκισσισμού τα πάντα με τη σειρά τους γίνονται εσωτερικά, ατομικά, ψυχολογικά. Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (Freud, 2013) καθώς και η μετατροπή της νεύρωσης σε κοινή δυστυχία  (Freud, 1955) έχει αντικατασταθεί από μια φαντασιακή παντοδυναμία του ατόμου και της ψυχολογίας: το πλήρως εξατομικευμένο υποκείμενο με τα κατάλληλα skills, απαλλαγμένο από βάσανα, από τον κόσμο, από «δυσλειτουργία», από τον εαυτό του, από την επίδραση των Άλλων, από τους ίδιους τους άλλους, από τον Άλλον, από την αναπόφευκτη πολυπλοκότητα και αρνητικότητα μιας ζωής βιωμένης εντός ενός σχεσιακού, ηθικού, κοινωνικού και ιδεολογικού κόσμου: η πραγματικά θετική ψυχολογία.

            Και είναι αυτός ο λόγος που η ψυχοθεραπεία θα παραμένει πάντα ελάχιστα βοηθητική ή θα λειτουργεί ως ένα είδος παρηγοριάς, ενός απατηλού τσιρότου. Αν δεχτούμε πως η δυσφορία του ατόμου είναι συνυφασμένη με το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον και τις συνθήκες της ζωής του (αυξανόμενο κόστος ζωής, κακές σχέσεις, αστική απομόνωση, επισφαλής εργασία, άσχημη γειτονιά, ρυθμοί της πόλης, συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου), τότε μια θεραπεία που εστιάζει στην ψυχολογική αντίδραση ή προσαρμογή του ατόμου απλά θα ακυρώνει την ύπαρξη ή την σημασία αυτών των -πολύ πραγματικών- συνθηκών. Είναι ένα είδος ύβρεως εκ μέρους του θεραπευτή να πιστεύει πως μόνο η ψυχοθεραπεία (το «μέσα») μπορεί να ευθύνεται για την βελτίωση ή την επιδείνωση του θεραπευόμενου σε ανεξαρτησία από το «έξω» (βλ. και Adorno, 1967 και Smail, 1984/2015).

            Στο Less Than Zero του Bret Easton Ellis, ο κεντρικός χαρακτήρας βγαίνει από το αεροδρόμιο του Los Angeles και στον δρόμο προς το σπίτι του βλέπει μια διαφημιστική πινακίδα που αναγράφει “Disappear Here”. Το βιβλίο του Ellis ήταν ένα σχόλιο για τον μηδενισμό που φέρει η καταναλωτική κουλτούρα, για το Τίποτα μιας κοινωνίας στην οποία όλα είναι δυνατά, για την επιφανειακότητα του υλισμού (είναι χαρακτηριστικό, όπως και στο American Psycho, πως ο κεντρικός χαρακτήρας κοροϊδεύει τον ψυχίατρό του στα μούτρα του). Οι πινακίδες που συναντά κανείς στον σύγχρονο ψυχολογιοποιημένο κόσμο -ο οποίος είναι απλά μια αντικειμενοποιητική τελειοποίηση του καταναλωτισμού, ένα simulacrum διαφήμισης εσωτερικευμένο- δεν είναι πολύ διαφορετικές από την δυστοπία του Ellis, από την ανηδονία, την εσωστρέφεια, τον κρυφό κυνισμό και την απάθεια του Disappear Here: μπορεί κάποιος να φανταστεί έναν κόσμο κατεστραμμένο από πόλεμο, κλιματική κρίση, οικονομική ανισότητα, και οι πινακίδες που έχουν μείνει να διατρανώνουν τις υποσχέσεις τους: «Ανακάλυψε τον πραγματικό σου εαυτό».

Υποσημειώσεις

1 Κείμενο στην αγγλική έκδοση: Protect everything, detect everything, contain everything – obsessional society. Save time. Save energy. Save money. Save our souls – phobic society.

2 Κείμενο στην αγγλική έκδοση: People no longer look at each other, but there are institutes for that. They no longer touch each other, but there is contactotherapy. They no longer walk, but they go jogging, etc. Everywhere one recycles lost faculties, or lost bodies, or lost sociality, or the lost taste for food. One reinvents penury, asceticism, vanished savage naturalness: natural food, health food, yoga.

3 Εδώ, χάριν καλής ακαδημαϊκής πρακτικής, αναφέρω την πηγή αυτής της ιδέας στην Illouz (2017), με την προειδοποίηση όμως για τις απαράδεκτες απόψεις της όσον αφορά την Παλαιστίνη.

4 Κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του άρθρου ο γράφων ανακάλυψε ότι υπάρχει μια γελοιότητα που λέγεται “stand up therapy”, όπου, εν είδει stand up comedy, ένας «ειδικός» ψυχικής υγείας απευθύνεται θεραπευτικά σε ένα κοινό με σκοπό την ανακάλυψη τραυμάτων, την άρση θεραπευτικών εμποδίων, κλπ. Οι «παραστάσεις» ήταν sold out.

Βιβλιογραφία

Adams, G., Estrada‐Villalta, S., Sullivan, D., & Markus, H. R. (2019). The psychology of neoliberalism and the neoliberalism of psychology. Journal of social issues75(1), 189-216.

Adorno, T. W. (1967). Sociology and psychology. New Left Review, 46(1), 67-80

Baudrillard, S. (1988). America. Verso.

Baudrillard, J. (1994). Simulacra and simulation. University of Michigan Press.

Cabanas, E. (2018). Positive Psychology and the legitimation of individualism. Theory & Psychology, 28(1), 3–19. https://doi.org/10.1177/0959354317747988

Freud, S. (1955). The psychotherapy of hysteria from studies on hysteria. In The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume II (1893-1895): Studies on Hysteria (pp. 253-305).

Freud, S. (2013). Η Δυσφορία Μέσα στον Πολιτισμό. Πλέθρον.

Illouz, E. (2017). Ψυχρή Τρυφερότητα. Η Άνοδος του Συναισθηματικού Καπιταλισμού. Oposito.

Κόντης, Κ. (2025). Από το άτομο στην κοινωνία: Η στροφή από την ψυχολογιοποίηση στις κοινωνικές καταβολές της κατάθλιψης. Misfit, 4,16-25.

Parker, I. (2018). Επανάσταση στηv Ψυχολογία. Από την Αλλοτρίωση στη Χειραφέτηση. Oposito.

Rose, N. (1996). Inventing our selves: Psychology, power, and personhood. Cambridge university press.

Smail, D. (1984/2015). Illusion and Reality. The Meaning of Anxiety. Karnac Books.

Teo, T. (2020). Theorizing in psychology: From the critique of a hyper-science to conceptualizing subjectivity. Theory & Psychology, 30(6), 759–767. https://doi.org/10.1177/0959354320930271

πρόσφατα