Αντικαταθλιπτικά
Αυτή η σελίδα αφορά τα αντικαταθλιπτικά ως θεραπεία για την κατάθλιψη. Παρέχει μια ανασκόπηση των τεκμηριωμένων στοιχείων για τη βραχυπρόθεσμη χρήση τους, τις ανεπιθύμητες ενέργειές τους και την επίδρασή τους στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Ο κύριος σκοπός αυτής της ανασκόπησης είναι να παρουσιάσει λεπτομερώς την έρευνα σχετικά με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Βραχυπρόθεσμη χρήση
Έχει υπάρξει μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών ως θεραπεία για την κατάθλιψη. Η συζήτηση αυτή έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι τα αποδεικτικά στοιχεία προέρχονται από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες (RCTs) που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία, οι οποίες μεροληπτούν υπέρ του φαρμάκου διαπράττοντας διάφορα σφάλματα.
Σφάλμα στο σχεδιασμό: Στις βραχυπρόθεσμες μελέτες, οι καταθλιπτικοί ασθενείς που έχουν δηλώσει εθελοντικά συμμετοχή στη μελέτη αποσύρονται απότομα από οποιοδήποτε αντικαταθλιπτικό μπορεί να έπαιρναν και μετά από λίγες ημέρες τυχαιοποιούνται είτε στο αντικαταθλιπτικό είτε στο εικονικό φάρμακο (placebo). Έτσι, η ομάδα του εικονικού φαρμάκου αποτελείται από ασθενείς που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν συμπτώματα στέρησης, τα οποία αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τα αποτελέσματά τους.
Μη αντιπροσωπευτικοί ασθενείς: Οι μελέτες διεξάγονται σε ένα μικρό υποσύνολο ασθενών που αναμένεται να ανταποκριθεί καλύτερα στο φάρμακο. Όσοι έχουν αυτοκτονικές τάσεις ή συννοσηρότητα για άλλες παθήσεις αποκλείονται από τέτοιες μελέτες.
Μεροληψία της βιομηχανίας: Οι φαρμακευτικές εταιρείες που χρηματοδοτούν τις μελέτες μπορεί να διαστρεβλώνουν τα αποτελέσματά τους, να αποκρύπτουν ανεπιθύμητες ενέργειες και να δημοσιεύουν μόνο μελέτες με θετικά αποτελέσματα. Αυτό οδηγεί σε μεροληψία στη βιβλιογραφία υπέρ των αντικαταθλιπτικών.
Η δεύτερη πτυχή της συζήτησης είναι κατά πόσον αυτές οι μελέτες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία παρέχουν αποδείξεις ότι τα φάρμακα αυτά παρέχουν σημαντικό όφελος έναντι του εικονικού φαρμάκου στη μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων βραχυπρόθεσμα. Οι χρηματοδοτούμενες από τη βιομηχανία μελέτες μετρούν τη μείωση των συμπτωμάτων με τη χρήση της Κλίμακας Κατάθλιψης Hamilton (HAM-D). Το Εθνικό Ινστιτούτο Κλινικής Αριστείας (NICE) στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει δηλώσει ότι πρέπει να υπάρχει διαφορά τουλάχιστον 3 βαθμών στην κλίμακα αυτή, μεταξύ των ομάδων αντικαταθλιπτικών και εικονικού φαρμάκου, για να είναι κλινικά σημαντική. Οι μετα-αναλύσεις των μελετών που χρηματοδοτήθηκαν από τη βιομηχανία διαπίστωσαν ότι η διαφορά στη μείωση των συμπτωμάτων μεταξύ των δύο ομάδων είναι λίγο μικρότερη από δύο μονάδες. Αν και στατιστικά σημαντική, η διαφορά αυτή δεν είναι κλινικά σημαντική. Ο Kirsch και άλλοι έχουν υπολογίσει “μεγέθη επίδρασης” της τάξης του 0,30 για τα αντικαταθλιπτικά με βάση την αξιολόγηση των συμπτωμάτων. Όπως φαίνεται από το παρακάτω γράφημα, το οποίο απεικονίζει το φάσμα των αποτελεσμάτων για δύο ομάδες με διαφορά μεγέθους επίδρασης 0,30, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει 88% επικάλυψη στην κατανομή των αποτελεσμάτων για τους ασθενείς που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή και τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Δεδομένου αυτού του μεγέθους επίδρασης, στους οκτώ ανθρώπους που θα λάβουν αντικαταθλιπτικά, μόνο ένας θα επωφεληθεί από τη θεραπεία. Επτά στα οκτώ άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία με ένα αντικαταθλιπτικό θα εκτεθούν στις ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, χωρίς να αποκομίσουν οφέλη περισσότερα του placebo όσον αφορά τη μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Αποτελέσματα σε ασθενείς του πραγματικού κόσμου
Τα ποσοστά ανταπόκρισης στα αντικαταθλιπτικά είναι πολύ χαμηλότερα σε μελέτες που περιλαμβάνουν ασθενείς του πραγματικού κόσμου. Σε μια μελέτη 118 εξωτερικών ασθενών του “πραγματικού κόσμου”, μόνο το 19% των ασθενών είχε ανταποκριθεί σε ένα αντικαταθλιπτικό μετά από τρεις μήνες, το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης από αυτό που συνήθως παρατηρείται στις μελέτες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία. Το NIMH χρηματοδότησε μια μεγάλη μελέτη, γνωστή ως μελέτη STAR*D, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντικαταθλιπτικών σε ασθενείς του πραγματικού κόσμου, και παρόλο που οι ασθενείς έλαβαν έως και τέσσερις κύκλους θεραπείας με διαφορετικά αντικαταθλιπτικά, μόνο το 38% ανταποκρίθηκε.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Τα SSRIs και τα SNRIs μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, έμετο, αϋπνία, καταστολή, δυσκοιλιότητα, λιποθυμία, εφίδρωση, πονοκεφάλους, ταχυκαρδία, εξανθήματα, αύξηση βάρους, θολή όραση, τρόμο, ρίγος, υψηλό πυρετό, επιληπτικές κρίσεις, αδικαιολόγητη αιμορραγία και εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι συναισθηματικές και ψυχιατρικές παρενέργειες περιλαμβάνουν αποπροσωποποίηση, αποπραγματοποίηση, σύγχυση, μανία και ψύχωση. Στους εφήβους και τους ενήλικες, η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι συχνή και ένα σημαντικό ποσοστό των νέων μπορεί να εμφανίσει μια σοβαρή εσωτερική διέγερση που ονομάζεται ακαθισία, η οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο βίας και αυτοκτονίας. Τα συμπτώματα στέρησης μπορεί να είναι σοβαρά. Η μακροχρόνια χρήση μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική έκπτωση και σε επίμονη σεξουαλική δυσλειτουργία, ακόμη και μετά τη διακοπή του φαρμάκου.
Μακροπρόθεσμα αποτελέσματα
Η κατανόηση των επιπτώσεων των αντικαταθλιπτικών μακροπρόθεσμα μπορεί να στοιχειοθετηθεί από μια ιστορική ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας, η οποία λέει για το πώς τα αντικαταθλιπτικά, μακροπρόθεσμα, αυξάνουν τον κίνδυνο ένα άτομο να γίνει χρόνια καταθλιπτικό και λειτουργικά εξασθενημένο.
Α. Η φυσική πορεία της κατάθλιψης
Πριν από την ευρεία χρήση των αντικαταθλιπτικών, το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών έλεγε στο κοινό ότι οι άνθρωποι τακτικά αναρρώνουν από ένα καταθλιπτικό επεισόδιο και συχνά δεν εμφανίζουν ποτέ δεύτερο επεισόδιο. Όπως έγραψε ο Jonathan Cole του NIMH το 1964: “Η κατάθλιψη είναι, στο σύνολό της, μία από τις ψυχιατρικές καταστάσεις με την καλύτερη πρόγνωση για ενδεχόμενη ανάρρωση, με ή χωρίς θεραπεία”. Ακόμα και σε μελέτες που αφορούσαν νοσηλευόμενους ασθενείς, το 85% αναμένεται να αναρρώσει μέσα σε ένα χρόνο (ή και πιο γρήγορα). Τα περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια, εξήγησε ο Dean Schuyler, επικεφαλής του τμήματος κατάθλιψης στο NIMH, το 1974, “θα διανύσουν την πορεία τους και θα τερματιστούν με σχεδόν πλήρη ανάρρωση χωρίς ειδική παρέμβαση”.
Β. Εμφανίζεται το πρόβλημα της χρονιότητας
Ωστόσο, μόλις οι ψυχίατροι άρχισαν να θεραπεύουν τους καταθλιπτικούς ασθενείς τους με αντικαταθλιπτικά, αρκετοί παρατήρησαν ότι πολλοί από τους ασθενείς τους, μόλις βελτιώθηκαν και σταμάτησαν να παίρνουν τα φάρμακα, ξαναγύρισαν σε κατάθλιψη. Ενώ τα φάρμακα μπορεί να βοηθούσαν τους ανθρώπους βραχυπρόθεσμα, φάνηκε ότι η χρήση τους προκαλούσε μια “χρονιότητα” της νόσου.
- Επαναλαμβανόμενες ενδογενείς καταθλίψεις. Van Scheyen, J. Psychiatry, Neurologia, Neurochirugia 76 (1973):93-112. Μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και τη διεξαγωγή της δικής του μελέτης, ο Ολλανδός ερευνητής J.D. Van Scheyen κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “η συστηματική μακροχρόνια αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, με ή χωρίς ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT), ασκεί μια παράδοξη επίδραση στην υποτροπιάζουσα φύση της ενδογενούς κατάθλιψης. Με άλλα λόγια, αυτή η θεραπευτική προσέγγιση συσχετίστηκε με αύξηση του ποσοστού υποτροπής και μείωση της διάρκειας του κύκλου του επεισοδίου”.
Γ. Η έρευνα δείχνει ότι η υποτροπή είναι συχνή μετά την έκθεση σε αντικαταθλιπτικά
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, το NIMH και άλλες ομάδες ανέφεραν ότι ασθενείς που απέσυραν τα αντικαταθλιπτικά “υποτροπιάζανε” σε υψηλότερα ποσοστά από ό,τι στην εποχή πριν τα αντικαταθλιπτικά. Πιο πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τα ποσοστά αυτά υποτροπής είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι για τους ασθενείς που έλαβαν το εικονικό φάρμακο.
- Αξιολόγηση της συνέχισης της θεραπείας με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά στην κατάθλιψη. Mindham, R. Psychological Medicine 3 (1973):5-17. Βρετανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 50% των ασθενών που έπαψαν να παίρνουν φάρμακα υποτροπιάζουν μέσα σε έξι μήνες.
- Θεραπεία συντήρησης με αμιτριπτυλίνη. Stein, M. American Journal of Psychiatry 137 (1980):370-1. Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια ανέφεραν ότι το 69% των ασθενών που αποσύρθηκαν από ένα αντικαταθλιπτικό υποτροπίασαν μέσα σε έξι μήνες. Υπήρξε “ταχεία κλινική επιδείνωση στους περισσότερους από τους ασθενείς”.
- Φαρμακευτική θεραπεία στην πρόληψη υποτροπών σε μονοπολικές και διπολικές συναισθηματικές διαταραχές. Prien, R. Archives of General Psychiatry 41 (1984):1096-1104. Ο Robert Prien από το NIMH ανέφερε ότι το 71% των καταθλιπτικών ασθενών υποτροπιάζουν εντός 18 μηνών από τη διακοπή των φαρμάκων.
- Πορεία των καταθλιπτικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια του follow-up. Shea, M. Archives of General Psychiatry 49 (1992):782-87. Σε μια 18μηνη μελέτη του NIMH που συνέκρινε τέσσερις τύπους θεραπείας (δύο μορφές ψυχοθεραπείας, ένα αντικαταθλιπτικό και εικονικό φάρμακο), η ομάδα που έλαβε αρχικά θεραπεία με το αντικαταθλιπτικό είχε το χαμηλότερο ποσοστό ανάρρωσης στο τέλος της μελέτης.
- Διακοπή της αντικαταθλιπτικής θεραπείας στη μείζονα κατάθλιψη. Viguera, A. Harvard Review of Psychiatry 5 (1998):293-305. Σε μια μετα-ανάλυση της βιβλιογραφίας για την υποτροπή, οι ερευνητές του Χάρβαρντ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το 50% των ασθενών που εγκατέλειψαν τα φάρμακα υποτροπιάζουν εντός 14 μηνών.
Δ. Η θεραπεία της κατάθλιψης με αντικαταθλιπτικά καταλήγει σε χρονιότητα της νόσου μακροπρόθεσμα, ενώ η μη φαρμακευτική παρέμβαση όχι
Στην προ των αντικαταθλιπτικών εποχή, οι επιδημιολογικές μελέτες διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς ανάρωναν τακτικά από ένα καταθλιπτικό επεισόδιο και συχνά παρέμεναν καλά για χρόνια (ή απλώς υπέφεραν από ένα μόνο επεισόδιο κατάθλιψης). Μακροχρόνιες μελέτες που διεξήχθησαν στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 διαπίστωσαν ότι η θεραπεία της κατάθλιψης με αντικαταθλιπτικά διαγράφει μια πολύ πιο χρόνια πορεία, με μόνο ένα μικρό ποσοστό των ατόμων να απολαμβάνει μια διαρκή ύφεση της νόσου. Αντίθετα, μια μονοετής μελέτη της κατάθλιψης χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση που διεξήχθη τη δεκαετία του 1990 ανέφερε ποσοστό ανάρρωσης ενός έτους 85%, παρόμοιο με το ποσοστό ανάρρωσης στην προ αντικαταθλιπτικών εποχή.
- Κατά πόσο η ατελής ανάρρωση από το πρώτο μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο προαναγγέλλει μια χρόνια πορεία της νόσου; Judd, L. American Journal of Psychiatry 157 (2000):1501-4. Τα δύο τρίτα όλων των μονοπολικών καταθλιπτικών ασθενών είτε δεν ανταποκρίνονται στην αρχική θεραπεία με αντικαταθλιπτικό είτε ανταποκρίνονται μόνο εν μέρει, και οι ασθενείς αυτοί τα πηγαίνουν άσχημα μακροπρόθεσμα. Οι ερευνητές που χρηματοδοτήθηκαν από το NIMH ανέφεραν σε αυτή τη μελέτη ότι “η επίλυση του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου με υπολειπόμενα υποκλινικά καταθλιπτικά συμπτώματα, ακόμη και μετά το πρώτο επεισόδιο, φαίνεται να είναι το πρώτο βήμα μιας πιο σοβαρής, υποτροπιάζουσας και χρόνιας μελλοντικής πορείας”.
- Κλινικά αποτελέσματα ενός έτους σε εξωτερικούς ασθενείς δημόσιων δομών με κατάθλιψη. Rush, J. Biological Psychiatry 56 (2004):46-53. Ψυχίατροι του Texas Southwestern Medical Center στο Dallas σημείωσαν ότι οι περισσότερες κλινικές μελέτες διαλέγουν τους ασθενείς που είναι πιθανότερο να ανταποκριθούν καλά σε ένα αντικαταθλιπτικό. Σε αυτή τη μακροχρόνια μελέτη στο πεδίο, μόνο το 13% περίπου των ασθενών παρέμεινε καλύτερα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Αυτά τα “ευρήματα αποκαλύπτουν αξιοσημείωτα χαμηλά ποσοστά ανταπόκρισης στο φάρμακο και ύφεσης της νόσου”, κατέληξαν οι ερευνητές.
- Αποτελεσματικότητα (efficacy) και αποτελεσματικότητα (effectiveness) των αντικαταθλιπτικών. Pigott, H. Psychotherapy and Psychosomatics 79 (2010):267-279. Σε μια μεγάλη έρευνα του NIMH με 4.041 “πραγματικούς” εξωτερικούς ασθενείς, γνωστή ως μελέτη STAR*D, μόνο 108 ασθενείς παρουσίασαν ύφεση και παρέμειναν καλά αλλά και στη μελέτη κατά τη διάρκεια ενός έτους follow-up. Αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό παραμονής σε καλή κατάσταση της τάξης του 3%.
- Η φυσική πορεία της μείζονος κατάθλιψης εν τη απουσία βιολογικής θεραπείας. Posternak, M. Journal of Nervous and Mental Disease 194 (2006):324-9. Σε μια μελέτη του NIMH σχετικά με τη “μη θεραπευόμενη κατάθλιψη”, το 23% των ασθενών που δεν έλαβαν φαρμακευτική αγωγή ανάρρωσε μέσα σε ένα μήνα, το 67% μέσα σε έξι μήνες και το 85% μέσα σε ένα χρόνο. “Εάν το 85% των καταθλιπτικών ατόμων που δεν υποβάλλονται σε βιολογικές θεραπείες αναρρώνουν φυσικά εντός ενός έτους, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε παρέμβαση να επιδείξει ένα καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό”, έγραψαν οι ερευνητές.
Ε. Οι ερευνητές παρέχουν μια βιολογική εξήγηση σχετικά με το γιατί τα φάρμακα μπορεί να επιδεινώνουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα
Στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένας Ιταλός ψυχίατρος, ο Giovanni Fava, δημοσίευσε κάποια άρθρα σχετικά με το πώς τα αντικαταθλιπτικά αυξάνουν την πιθανότητα ένα άτομο που πάσχει από καταθλιπτικό επεισόδιο να νοσήσει χρόνια. Ο ίδιος και άλλοι υπέθεσαν ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούσαν μια “αντιθετική ανοχή”, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια χρόνια καταθλιπτική κατάσταση που ονομάζεται όψιμη δυσφορία.
- Αυξάνουν τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά φάρμακα τη χρονιότητα στις συναισθηματικές διαταραχές; Fava, G. Ψυχοθεραπεία και ψυχοσωματική 61 (1994):125-31. “Ήρθε η ώρα να συζητήσουμε και να ξεκινήσουμε την έρευνα σχετικά με την πιθανότητα τα ψυχοτρόπα φάρμακα να επιδεινώνουν στην πραγματικότητα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, την εξέλιξη της ασθένειας την οποία υποτίθεται ότι θεραπεύουν”, γράφει ο Fava σε αυτό το άρθρο.
- Κατάθλιψη, ευαισθητοποίηση από τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, και άσωτοι ειδικοί. Fava, G. Ψυχοθεραπεία και ψυχοσωματική 64 (1995):57-61. Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα στην κατάθλιψη μπορεί να είναι ευεργετικά βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα επιδεινώνουν την εξέλιξη της νόσου, αυξάνοντας τη βιοχημική ευαλωτότητα του ασθενούς στην κατάθλιψη.
- Κίνδυνοι και επιπτώσεις της διακοπής της θεραπείας συντήρησης με ψυχοτρόπα φάρμακα. Baldessarini, R. Ψυχοθεραπεία και ψυχοσωματική 63 (1995):137-41. Ο ψυχίατρος του Harvard Ross Baldessarini γράφει: Το ερώτημα του Fava “και τα διάφορα συναφή θέματα . . . δεν είναι ευχάριστο να τα αναλογίζεται κανείς, αλλά απαιτούν πλέον ανοιχτόμυαλη και σοβαρή κλινική και ερευνητική εξέταση”.
- Πιθανές ευαισθητοποιητικές επιδράσεις των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στην κατάθλιψη. Fava, G. CNS Drugs 12 (1999):247-56. Η χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων μπορεί να ωθήσει την ασθένεια σε μια πιο κακοήθη και μη ανταποκρινόμενη στη θεραπεία πορεία.
- Μπορεί η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών να είναι καταθλιπτικογόνος; El-Mallakh, R. Journal of Clinical Psychiatry 60 (1999):263. “Η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών μπορεί να είναι καταθλιπτικογόνος … είναι πιθανό ότι τα αντικαταθλιπτικά τροποποιούν τις συνδέσεις των νευρωνικών συνάψεων (οι οποίες) όχι μόνο καθιστούν τα αντικαταθλιπτικά αναποτελεσματικά αλλά και προκαλούν μια μόνιμη, ανθεκτική καταθλιπτική κατάσταση”.
- Μπορεί η μακροχρόνια θεραπεία με αντικαταθλιπτικά φάρμακα να επιδεινώσει την πορεία της κατάθλιψης; Fava, G. Journal of Clinical Psychiatry 64 (2003):123-33. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τη διαταραχή της δραστηριότητας των νευροδιαβιβαστών από τα αντικαταθλιπτικά, ο εγκέφαλος υφίσταται αντισταθμιστικές προσαρμογές και “όταν η φαρμακευτική αγωγή τελειώνει, αυτές οι (αντισταθμιστικές) διαδικασίες μπορεί να λειτουργήσουν ανενόχλητες, με αποτέλεσμα την εμφάνιση συμπτωμάτων στέρησης και αυξημένη ευπάθεια στην υποτροπή”, δήλωσε ο Fava.
- Όψιμη δυσφορία: Ο ρόλος της μακροχρόνιας χρήσης αντικαταθλιπτικών στην πρόκληση χρόνιας κατάθλιψης. El-Mallakh, R. Medical Hypotheses 76 (2011):769-773. Τα αντικαταθλιπτικά “μπορεί να προκαλέσουν διεργασίες που είναι αντίθετες από αυτές που αρχικά παρήγαγε το φάρμακο” και αυτό μπορεί “να προκαλέσει επιδείνωση της νόσου, να συνεχιστεί για ένα χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή του φαρμάκου, και να μην είναι αναστρέψιμη”. Ο ερευνητής γράφει: “Μια χρόνια και ανθεκτική στη θεραπεία καταθλιπτική κατάσταση προτείνεται ότι εμφανίζεται σε άτομα που εκτίθενται σε ισχυρούς ανταγωνιστές των αντλιών επαναπρόσληψης σεροτονίνης για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Λόγω της καθυστέρησης στην έναρξη αυτής της χρόνιας καταθλιπτικής κατάστασης, χαρακτηρίζεται ως όψιμη δυσφορία”.
ΣΤ. Κατάθλιψη χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση vs. κατάθλιψη που θεραπεύεται με αντικαταθλιπτικά σήμερα
Τα τελευταία 25 χρόνια, ερευνητές στην Ευρώπη, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν διάφορες νατουραλιστικές μελέτες που συστηματικά έδειξαν ότι, μακροπρόθεσμα, οι ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή είναι πιο πιθανό να είναι καταθλιπτικοί και λειτουργικά εξασθενημένοι.
- Χαρακτηριστικά και σημασία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής χωρίς φαρμακευτική παρέμβαση. Coryell, W. American Journal of Psychiatry 152 (1995):1124-9. Οι ερευνητές που χρηματοδοτήθηκαν από το NIMH παρακολούθησαν τα αποτελέσματα των ατόμων με κατάθλιψη που έλαβαν φάρμακα και των ατόμων χωρίς φάρμακα για μια περίοδο έξι ετών: όσοι “έλαβαν θεραπεία” για την ασθένεια είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από την ομάδα που δεν έλαβε θεραπεία να υποστούν “παύση” του “κύριου κοινωνικού τους ρόλου” και σχεδόν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνουν “ανίκανοι να αυτοεξυπηρετηθούν”. Οι ερευνητές του NIMH έγραψαν: “Τα μη θεραπευθέντα άτομα που περιγράφονται εδώ είχαν ηπιότερη και βραχύτερης διάρκειας ασθένεια (από εκείνους που έλαβαν θεραπεία) και, παρά την απουσία θεραπείας, δεν παρουσίασαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση μακροπρόθεσμα”.
- Έκβαση των αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Ronalds, C. British Journal of Psychiatry 171 (1997):427-3. Σε μια βρετανική μελέτη 148 καταθλιπτικών ασθενών, η ομάδα που δεν έλαβε ποτέ φάρμακα είδε τα συμπτώματά της να μειώνονται κατά 62% σε έξι μήνες, ενώ οι ασθενείς που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή παρουσίασαν μόνο 33% μείωση των συμπτωμάτων.
- Οι επιδράσεις της ανίχνευσης και της θεραπείας στην έκβαση της μείζονος κατάθλιψης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Goldberg, D. British Journal of General Practice 48 (1998):1840-4. Σε μια μελέτη του ΠΟΥ σε ασθενείς με κατάθλιψη σε 15 πόλεις σε διάφορα μέρη του κόσμου, η οποία σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα της εξέτασης της διαταραχής, διαπιστώθηκε ότι, στο τέλος ενός έτους, όσοι δεν είχαν εκτεθεί σε ψυχοτρόπα φάρμακα απολάμβαναν πολύ καλύτερη “γενική υγεία”, τα καταθλιπτικά τους συμπτώματα ήταν πολύ ηπιότερα, και είχαν λιγότερες πιθανότητες να εξακολουθούν να είναι “ψυχικά ασθενείς”.
- Η σχετιζόμενη με την επανεμφάνιση της νόσου θεραπεία της κατάθλιψης. Weel-Baumgarten, E. Journal of Clinical Pharmacy and Therapeutics 25 (2000):61-6. Σε μια αναδρομική μελέτη των αποτελεσμάτων 10 ετών, Ολλανδοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 76% των ατόμων που δεν έλαβαν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά ανάρρωσαν και δεν υποτροπίασαν ποτέ, σε σύγκριση με το 50% των ατόμων που έλαβαν αντικαταθλιπτικά.
- Το μοτίβο χρήσης αντικαταθλιπτικών και η διάρκεια απουσίας από την εργασία λόγω κατάθλιψης. Dewa, S. British Journal of Psychiatry 183 (2003):507-13. Καναδοί ερευνητές εντόπισαν 1.281 άτομα που έλαβαν επίδομα αναπηρίας βραχυχρόνια μεταξύ 1996 και 1998 επειδή έχασαν δέκα συνεχόμενες ημέρες εργασίας λόγω κατάθλιψης: όσοι δεν είχαν εκτελέσει συνταγή για αντικαταθλιπτικό επέστρεψαν στην εργασία τους, κατά μέσο όρο, σε 77 ημέρες, ενώ η ομάδα που έλαβε φάρμακα χρειάστηκε 105 ημέρες για να επιστρέψει στην εργασία της. Μόνο το 9% της ομάδας που δεν έπαιρνε φάρμακα κατέληξε σε μακροχρόνια αναπηρία, σε σύγκριση με το 19% εκείνων που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά.
- Ο αντίκτυπος της θεραπείας με αντικαταθλιπτικά στην υγεία του πληθυσμού. Patten, S. Population Health Metrics 2 (2004):9-16. Σε μια πενταετή μελέτη 9.508 καταθλιπτικών ασθενών στον Καναδά, οι ασθενείς που έπαιρναν φάρμακα είχαν κατάθλιψη κατά μέσο όρο 19 εβδομάδες το χρόνο, έναντι 11 εβδομάδων για όσους δεν έπαιρναν τα φάρμακα. Οι Καναδοί ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματά τους συμφωνούσαν με την υπόθεση του Giovanni Fava ότι “η αντικαταθλιπτική αγωγή μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της μακροπρόθεσμης πορείας των διαταραχών της διάθεσης”.
- Συνεχής θεραπεία και θεραπεία συντήρησης με αντικαταθλιπτικά στην υποτροπιάζουσα κατάθλιψη. Bockting, C. Ψυχοθεραπεία και ψυχοσωματική 77 (2008):17-26. Ερευνητές στην Ολλανδία παρακολούθησαν 172 ασθενείς για δύο χρόνια μετά την αρχική ύφεση της κατάθλιψής τους και διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια του follow-up το ποσοστό υποτροπής ήταν 60% για όσους έπαιρναν συνεχώς αντικαταθλιπτικά, 64% για όσους έπαιρναν κατά διαστήματα και 26% για όσους δεν έπαιρναν καθόλου αντικαταθλιπτικά.
- Επίδραση της διάρκειας της αντικαταθλιπτικής αγωγής στον κίνδυνο μιας νέας σειράς αντικαταθλιπτικής αγωγής. Verdoux, H. Pharmopsychiatry 44 (2011):96-101. Γάλλοι ερευνητές, σε μια μελέτη 35.000 ασθενών στο πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο, διαπίστωσαν ότι όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι ασθενείς έλαβαν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά πριν από τη διακοπή του, τόσο υψηλότερο ήταν το ποσοστό υποτροπής. Όσοι εκτέθηκαν σε αντικαταθλιπτικά για περισσότερο από έξι μήνες είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο υποτροπής από εκείνους που εκτέθηκαν για λιγότερο από ένα μήνα.
- Πάλι στις μαύρες μου: Οι διαταρακτικές επιδράσεις των αντικαταθλιπτικών υποδηλώνουν μονοαμινεργική ομοιόσταση στη μείζονα κατάθλιψη. Andrews, P. Frontiers in Psychology 2 (2011):159. Σε μια μετα-ανάλυση 46 μελετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το ποσοστό υποτροπής των ατόμων που ανταποκρίθηκαν στο εικονικό φάρμακο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου follow-up ήταν 25%, σε σύγκριση με το 45% των ατόμων που ανταποκρίθηκαν στο φάρμακο και στη συνέχεια αποσύρθηκαν από το φάρμακο.
- Χειρότερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για τα άτομα με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή. Vittengl, J. Psychotherapy and Psychosomatics 86 (2017):302-304. Μια ανάλυση των αποτελεσμάτων 3.294 ατόμων που διαγνώστηκαν με κατάθλιψη και παρακολουθήθηκαν για εννέα χρόνια αποκάλυψε ότι όσοι έλαβαν αντικαταθλιπτικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχαν πιο σοβαρά συμπτώματα στο τέλος της περιόδου του του follow-up από εκείνους που δεν έλαβαν τέτοια φάρμακα. Η διαφορά στα αποτελέσματα δεν μπορούσε να εξηγηθεί από οποιαδήποτε διαφορά στην αρχική σοβαρότητα της κατάθλιψης.
- Η χρήση αντικαταθλιπτικών σχετίζεται προοπτικά με χειρότερη μακροπρόθεσμη έκβαση της κατάθλιψης: Αποτελέσματα από μια προοπτική μελέτη κοινοτικής κοόρτης επί 30 έτη. Hengartner, M. Psychotherapy and Psychosomatics 28 (2018):181-183. Μια προοπτική μελέτη 521 καταθλιπτικών ασθενών στην Ελβετία, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν από την ηλικία των 20 ετών έως την ηλικία των 50 ετών, διαπίστωσε ότι η λήψη αντικαταθλιπτικού κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σχετίζεται με χειρότερη έκβαση στο τέλος της μελέτης, ακόμη και όταν ελέγχονται τα αρχικά συμπτώματα και άλλοι παράγοντες.
- Η χρήση αντικαταθλιπτικών κατά τη διάρκεια της οξείας ενδονοσοκομειακής περίθαλψης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο επόμενης νοσηλείας κατά τη διάρκεια του 12μηνου follow-up μετά το εξιτήριο. Hengartner M. Frontiers in Psychiatry 10 (2019):79. Ελβετοί ερευνητές, σε μια μελέτη 90 ψυχιατρικών ασθενών που έλαβαν εξιτήριο από δύο ψυχιατρικά νοσοκομεία, διαπίστωσαν ότι όσοι έλαβαν θεραπεία με αντικαταθλιπτικό κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους είχαν υπερτριπλάσιες πιθανότητες να επανανοσηλευτούν τους επόμενους 12 μήνες σε σχέση με όσους δεν έλαβαν θεραπεία με αντικαταθλιπτικό. Κατά την έναρξη της μελέτης, οι ομάδες που χρησιμοποιούσαν αντικαταθλιπτικά και οι ομάδες που δεν χρησιμοποιούσαν αντικαταθλιπτικά “αντιστοιχίστηκαν σε ζεύγη” με βάση μια ποικιλία κλινικών μεταβλητών, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρότητας της νόσου, της ελλιπούς λειτουργικότητας, και της ψυχοκοινωνικής εξασθένησης, ένας σχεδιασμός που αποσκοπούσε στην απομόνωση των επιπτώσεων της χρήσης αντικαταθλιπτικών.
- Προηγούμενες κλινικές μελέτες για τη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά μπορεί να προβλέπουν μεγαλύτερο κίνδυνο υποτροπής της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της θεραπείας συντήρησης με αντικαταθλιπτικά. Amsterdam, J. J of Clinical Psychopharmacology 39 (2019):344-350. Μια μελέτη 148 ατόμων με διάγνωση διπολικής διαταραχής ΙΙ που είχαν αναρρώσει από ένα καταθλιπτικό επεισόδιο διαπίστωσε ότι ο “μεγαλύτερος προγνωστικός παράγοντας υποτροπής” κατά τις επόμενες 50 εβδομάδες ήταν το αν είχαν λάβει αντικαταθλιπτικά πριν από την εγγραφή τους στη μελέτη. Όσοι είχαν λάβει αντικαταθλιπτικά είχαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν.
Ζ. Η αναπηρία στην εποχή του Prozac
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες όπου η χρήση αντικαταθλιπτικών έχει γίνει συνήθης, ο αριθμός των ενηλίκων που βρίσκονται σε αναπηρία λόγω διαταραχών της διάθεσης αυξήθηκε παράλληλα με την αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών.
Η. Σύνοψη των μακροχρόνιων στοιχείων
Η επιστημονική βιβλιογραφία αφηγείται μια ιστορία που εκτείνεται σε διάστημα πενήντα ετών. Όταν εισάγονται τα αντικαταθλιπτικά, τουλάχιστον μερικοί ψυχίατροι ανησυχούν ότι η φαρμακευτική αγωγή προκαλεί χρονιότητα της διαταραχής. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά υποτροπιάζουν συχνότερα από ό,τι πριν. Μελέτες στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 διαπιστώνουν πράγματι ότι η πλειονότητα των καταθλιπτικών ασθενών δεν επιτυγχάνει σταθερή ανάρρωση. Διαπιστώνεται ότι η κατάθλιψη που ‘θεραπεύεται’ με αντικαταθλιπτικά έχει πιο χρόνια πορεία από ό,τι είχε στην προ των αντικαταθλιπτικών εποχή. Πολυάριθμες μελέτες από το 1995 και μετά αναφέρουν ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά είναι πιο πιθανό να παραμείνουν συμπτωματικοί για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα σε σχέση με τους ασθενείς που δεν λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή. Οι μελέτες διαπιστώνουν ότι τα αντικαταθλιπτικά αυξάνουν τον κίνδυνο ένα άτομο που πάσχει από ένα επεισόδιο κατάθλιψης να καταστεί ανάπηρο από τη διαταραχή. Στη μία χώρα μετά την άλλη, η αυξημένη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών συνοδεύεται από αύξηση της αναπηρίας λόγω διαταραχών της διάθεσης.
Η έρευνα συντάχθηκε από τον Robert Whitaker
Copyright by Madinamerica.com